3,274,216
edits
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νομεύω''': (νομεὺς) ὁδηγῶ εἰς τὴν νομήν, [[βόσκω]], ἐν τῷ ἐνεργ. ἐπὶ τοῦ ποιμένος, καλλίτριχα μῆλα νομεύων Ὀδ. Ο. 336˙ νομὸν κατὰ πίονα μῆλα νομεύειν Ι. 217˙ [[οὕτως]], ἀγέλην ν. Πλάτ. Πολιτικ. 265D - παθ., ἐπὶ τῶν ποιμνίων, [[αὐτόθι]] 295Ε. 2) βουσὶ νομούς, Ἑκάεργε, νομεύσομεν, παρασκευάσομεν, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 492. Λατ. depascere. 3) ἀπολ. εἶμαι [[ποιμήν]], [[νέμω]] ποίμνια, Θεόκρ. 20. 35. ΙΙ. Παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, = [[νωμάω]], [[διευθύνω]], κυβερνῶ, Χριστοδ. Ἔκφρασ. 350, Νόνν. Δ. 7. 110. | |lstext='''νομεύω''': (νομεὺς) ὁδηγῶ εἰς τὴν νομήν, [[βόσκω]], ἐν τῷ ἐνεργ. ἐπὶ τοῦ ποιμένος, καλλίτριχα μῆλα νομεύων Ὀδ. Ο. 336˙ νομὸν κατὰ πίονα μῆλα νομεύειν Ι. 217˙ [[οὕτως]], ἀγέλην ν. Πλάτ. Πολιτικ. 265D - παθ., ἐπὶ τῶν ποιμνίων, [[αὐτόθι]] 295Ε. 2) βουσὶ νομούς, Ἑκάεργε, νομεύσομεν, παρασκευάσομεν, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 492. Λατ. depascere. 3) ἀπολ. εἶμαι [[ποιμήν]], [[νέμω]] ποίμνια, Θεόκρ. 20. 35. ΙΙ. Παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, = [[νωμάω]], [[διευθύνω]], κυβερνῶ, Χριστοδ. Ἔκφρασ. 350, Νόνν. Δ. 7. 110. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=mettre en pâture.<br />'''Étymologie:''' [[νομή]]. | |||
}} | }} |