3,256,975
edits
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάρδᾰλις''': ἢ πόρδαλις (ἴδε κατωτ.), ἡ· γεν. -εως, Ἰων. -ιος· δοτ. -ει Ἀριστοφ. Νεφ. 346· ― ὡς τὸ [[πάρδος]], τὸ γνωστὸν [[θηρίον]] [[πάρδαλις]], Felis pardus, δηλ. [[λεόπαρδος]], ἢ [[πάνθηρ]] ἢ μικρά τις [[πάρδαλις]] (ἅτινα πάντα φαίνεται ὅτι εἶχον τὸ αὐτὸ [[ὄνομα]] παρὰ τοῖς παλαιοῖς [[ἄνευ]] διακρίσεως), Ἰλ. Ν. 103, Ρ. 20, Φ. 573, Ὀδ. Δ. 457, καὶ Ἀττ.· πρβλ. [[πάνθηρ]]. ― [[Κατὰ]] τὸν Ἀπίωνα πόρδαλις ἦτο τὰ ἄρσεν, [[πάρδαλις]] δὲ τὸ θῆλυ, πρβλ. Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λέξ., «πόρδαλις· ὁ ἄρσην, ἡ δὲ θήλεια [[πάρδαλις]]» Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ. 652, 29· ἐνῷ ὁ Φώτ. λέγει, «[[Ὅμηρος]] τὸ μὲν [[ζῷον]] διὰ τοῦ ο, τὴν δὲ δορὰν διὰ τοῦ α», ἴδε πόρδαλις, πορδαλέη, Spitzn. εἰς Ἰλ. Ν. 103· νεώτεροι ἐκδόται τοῦ Ὁμήρου ἑπόμενοι τῷ Ἀριστάρχ. γράφουσι [[πάρδαλις]]· ὁ Ἀριστοφ, ἔχει πάρδ- ἐν Νεφ., ἔνθ’ ἀνωτ. ἀλλὰ πόρδἐν Λυσ. 1015· πάρδ- ἐν Πλάτ. Λάχ. 196Ε· παρ᾿ Ἀριστ. ἀείποτε πάρδ-. ΙΙ. [[ἁρπακτικός]] τις [[ἰχθὺς]] [[θαλάσσιος]], πιθανῶς [[εἶδος]] στικτοῦ καρχαρίου, Αἰλ. περὶ Ζ. 9. 49, Ὀππ. Ἁλ. 1. 368. | |lstext='''πάρδᾰλις''': ἢ πόρδαλις (ἴδε κατωτ.), ἡ· γεν. -εως, Ἰων. -ιος· δοτ. -ει Ἀριστοφ. Νεφ. 346· ― ὡς τὸ [[πάρδος]], τὸ γνωστὸν [[θηρίον]] [[πάρδαλις]], Felis pardus, δηλ. [[λεόπαρδος]], ἢ [[πάνθηρ]] ἢ μικρά τις [[πάρδαλις]] (ἅτινα πάντα φαίνεται ὅτι εἶχον τὸ αὐτὸ [[ὄνομα]] παρὰ τοῖς παλαιοῖς [[ἄνευ]] διακρίσεως), Ἰλ. Ν. 103, Ρ. 20, Φ. 573, Ὀδ. Δ. 457, καὶ Ἀττ.· πρβλ. [[πάνθηρ]]. ― [[Κατὰ]] τὸν Ἀπίωνα πόρδαλις ἦτο τὰ ἄρσεν, [[πάρδαλις]] δὲ τὸ θῆλυ, πρβλ. Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λέξ., «πόρδαλις· ὁ ἄρσην, ἡ δὲ θήλεια [[πάρδαλις]]» Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ. 652, 29· ἐνῷ ὁ Φώτ. λέγει, «[[Ὅμηρος]] τὸ μὲν [[ζῷον]] διὰ τοῦ ο, τὴν δὲ δορὰν διὰ τοῦ α», ἴδε πόρδαλις, πορδαλέη, Spitzn. εἰς Ἰλ. Ν. 103· νεώτεροι ἐκδόται τοῦ Ὁμήρου ἑπόμενοι τῷ Ἀριστάρχ. γράφουσι [[πάρδαλις]]· ὁ Ἀριστοφ, ἔχει πάρδ- ἐν Νεφ., ἔνθ’ ἀνωτ. ἀλλὰ πόρδἐν Λυσ. 1015· πάρδ- ἐν Πλάτ. Λάχ. 196Ε· παρ᾿ Ἀριστ. ἀείποτε πάρδ-. ΙΙ. [[ἁρπακτικός]] τις [[ἰχθὺς]] [[θαλάσσιος]], πιθανῶς [[εἶδος]] στικτοῦ καρχαρίου, Αἰλ. περὶ Ζ. 9. 49, Ὀππ. Ἁλ. 1. 368. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> panthère <i>ou</i> léopard, <i>animal</i>;<br /><b>2</b> une sorte de requin tacheté, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πάρδος]]. | |||
}} | }} |