Anonymous

τριαινόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τριαινόω''': [[κυρίως]] [[διασείω]] κτυπῶν διὰ τῆς τριαίνης· ἀκολούθως [[καθόλου]], κινῶ, διακινῶ, [[ἀνατρέπω]], [[καταρρίπτω]], τρ. τι μοχλοῖς Εὐρ. Βάκχ. 348. ΙΙ. τριαινοῦν τὴν γῆν δικέλλῃ, σκάπτειν καὶ ἐπισύρειν τὰς βόλους τῇ δικέλλῃ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 570.
|lstext='''τριαινόω''': [[κυρίως]] [[διασείω]] κτυπῶν διὰ τῆς τριαίνης· ἀκολούθως [[καθόλου]], κινῶ, διακινῶ, [[ἀνατρέπω]], [[καταρρίπτω]], τρ. τι μοχλοῖς Εὐρ. Βάκχ. 348. ΙΙ. τριαινοῦν τὴν γῆν δικέλλῃ, σκάπτειν καὶ ἐπισύρειν τὰς βόλους τῇ δικέλλῃ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 570.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> ébranler avec le trident;<br /><b>2</b> remuer la terre avec une fourche.<br />'''Étymologie:''' [[τρίαινα]].
}}
}}