Anonymous

προσδέρκομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσδέρκομαι''': Δωρικ. [[ποτιδέρκομαι]] Ἰλ. Π. 10, Ὀδ. Ρ. 518· μέλλ. -δέρξομαι· ἀόρ. ἐνεργ. -έδρακον Αἰσχύλ. Πρ. 903, Εὐμ. 167, παθ. -εδέρχθην ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 53· πρκμ. -[[δέδορκα]]· ἀποθ. Προσβλέπω, [[βλέπω]], παρατηρῶ, μετ’ αἰτ., Ὀδ. Υ. 385, Αἰσχύλ., κλπ.· πρσδέρκεσθέ μ’ ὄμμασι Εὐρ. Μήδ. 1040· ἃς οὔθ’ [[ἥλιος]] πρ. ἀκτῖσιν... Αἰσχύλ. Πρ. 796. ΙΙ. [[βλέπω]] ἐκ τοῦ πλησίον, «κυττάζω», Σοφ. Ο. Κ. 122.
|lstext='''προσδέρκομαι''': Δωρικ. [[ποτιδέρκομαι]] Ἰλ. Π. 10, Ὀδ. Ρ. 518· μέλλ. -δέρξομαι· ἀόρ. ἐνεργ. -έδρακον Αἰσχύλ. Πρ. 903, Εὐμ. 167, παθ. -εδέρχθην ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 53· πρκμ. -[[δέδορκα]]· ἀποθ. Προσβλέπω, [[βλέπω]], παρατηρῶ, μετ’ αἰτ., Ὀδ. Υ. 385, Αἰσχύλ., κλπ.· πρσδέρκεσθέ μ’ ὄμμασι Εὐρ. Μήδ. 1040· ἃς οὔθ’ [[ἥλιος]] πρ. ἀκτῖσιν... Αἰσχύλ. Πρ. 796. ΙΙ. [[βλέπω]] ἐκ τοῦ πλησίον, «κυττάζω», Σοφ. Ο. Κ. 122.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσδέρξομαι, <i>ao.</i> προσέδρακον <i>ou</i> προσεδέχθην, <i>etc.</i><br />regarder vers <i>ou</i> en face, considérer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[δέρκομαι]].
}}
}}