Anonymous

πολύκαρπος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύκαρπος''': -ον, ὁ ἔχων ἄφθονον καρπόν, [[εὔφορος]], ἀλωὴ Ὀδ. Η. 122, Ω. 221· χθὼν Πινδ. Π. 9. 14· τὸν π. οἰνάνθας βότρυν Εὐρ. Φοίν. 230· [[στέφανος]] [[μύρτων]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 301· Φρύγες πολυκαρπότατοι Ἡρόδ. 5. 49· θεοὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 2175. ΙΙ. πολύκαρπον, τό, [[εἶδος]] κραταιογόνου (βοτάνης), Ἱππ. 615. 18, Γαλην. Λεξ. σ. 548.
|lstext='''πολύκαρπος''': -ον, ὁ ἔχων ἄφθονον καρπόν, [[εὔφορος]], ἀλωὴ Ὀδ. Η. 122, Ω. 221· χθὼν Πινδ. Π. 9. 14· τὸν π. οἰνάνθας βότρυν Εὐρ. Φοίν. 230· [[στέφανος]] [[μύρτων]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 301· Φρύγες πολυκαρπότατοι Ἡρόδ. 5. 49· θεοὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 2175. ΙΙ. πολύκαρπον, τό, [[εἶδος]] κραταιογόνου (βοτάνης), Ἱππ. 615. 18, Γαλην. Λεξ. σ. 548.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui produit beaucoup de fruits, riche en fruits, très fécond;<br /><i>Cp.</i> πολυκαρπότερος, <i>Sp.</i> πολυκαρπότατος.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[καρπός]].
}}
}}