Anonymous

συνοφρυόομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνοφρυόομαι''': [[συστέλλω]] τὰς ὀφρῦς, σουφρώνω τὰ φρύδια μου, [[σκυθρωπάζω]], [[ἀήθης]] καὶ ξυνωφρυωμένη Σοφ. Τρ. 869· ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ Εὐρ. Ἄλκ. 777, πρβλ. 800· συνωφρυῶσθαι [[Πολυδ]]. Β΄, 50.
|lstext='''συνοφρυόομαι''': [[συστέλλω]] τὰς ὀφρῦς, σουφρώνω τὰ φρύδια μου, [[σκυθρωπάζω]], [[ἀήθης]] καὶ ξυνωφρυωμένη Σοφ. Τρ. 869· ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ Εὐρ. Ἄλκ. 777, πρβλ. 800· συνωφρυῶσθαι [[Πολυδ]]. Β΄, 50.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>pf.</i> συνωφρύωμαι;<br />contracter <i>ou</i> froncer les sourcils.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὀφρύς]].
}}
}}