Anonymous

οἴκισις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἴκῐσις''': ἡ, ἡ ὑπὸ ἐποίκων [[κατάληψις]] τόπου τινός, [[ἀποίκισις]], Θουκ. 5. 11., 6. 4. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 3.
|lstext='''οἴκῐσις''': ἡ, ἡ ὑπὸ ἐποίκων [[κατάληψις]] τόπου τινός, [[ἀποίκισις]], Θουκ. 5. 11., 6. 4. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 3.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de fonder une colonie.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκίζω]].
}}
}}