Anonymous

νεοσσίς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεοσσίς''': Ἀττ. νεοττίς, -ίδος, ἡ, = τῷ προηγ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 19˙ Παφίης νοσσὶς (ἴδε [[νεοσσός]]), ἐπὶ κορασίου, Ἀνθ. Π. 9. 567˙ - [[συχν]]. ὡς κύρ. [[ὄνομα]] παρὰ τοῖς Κωμικοῖς.
|lstext='''νεοσσίς''': Ἀττ. νεοττίς, -ίδος, ἡ, = τῷ προηγ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 19˙ Παφίης νοσσὶς (ἴδε [[νεοσσός]]), ἐπὶ κορασίου, Ἀνθ. Π. 9. 567˙ - [[συχν]]. ὡς κύρ. [[ὄνομα]] παρὰ τοῖς Κωμικοῖς.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />petite poule, poulette.<br />'''Étymologie:''' [[νεοττός]].
}}
}}