3,274,919
edits
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀϊζύω''': ἀόρ. ὀΐζῡσα˙ ― θρηνῶ, [[κλαίω]], πενθῶ, ἀλλ’ ἀεὶ περὶ κεῖνον ὀΐζυε (προστ.) Ἰλ. Γ. 408. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγματος, [[ὑποφέρω]], [[πάσχω]], ἧς εἵνεκ’ ὀϊζύομεν κακὰ πολλὰ Ξ. 89˙ ἀπόλ., εἶμαι [[ἐλεεινός]], [[ἄθλιος]], ἢ [[πάσχω]], ὀϊζύσας ἐμόγησεν Ὀδ. Δ. 152, Ψ. 307. [υ τοῦ ἐνεστ. βραχὺ παρ’ Ὁμ., μακρὸν δὲ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 1324, 1374˙ ἐν τῷ ἀορ. ἀείποτε [[μακρόν]]]. | |lstext='''ὀϊζύω''': ἀόρ. ὀΐζῡσα˙ ― θρηνῶ, [[κλαίω]], πενθῶ, ἀλλ’ ἀεὶ περὶ κεῖνον ὀΐζυε (προστ.) Ἰλ. Γ. 408. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγματος, [[ὑποφέρω]], [[πάσχω]], ἧς εἵνεκ’ ὀϊζύομεν κακὰ πολλὰ Ξ. 89˙ ἀπόλ., εἶμαι [[ἐλεεινός]], [[ἄθλιος]], ἢ [[πάσχω]], ὀϊζύσας ἐμόγησεν Ὀδ. Δ. 152, Ψ. 307. [υ τοῦ ἐνεστ. βραχὺ παρ’ Ὁμ., μακρὸν δὲ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 1324, 1374˙ ἐν τῷ ἀορ. ἀείποτε [[μακρόν]]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> se lamenter : [[περί]] τινα, sur qqn;<br /><b>2</b> souffrir : [[τι]], qch ; τινος [[εἵνεκα]] IL à cause de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[οἰζύς]]. | |||
}} | }} |