Anonymous

ξενών: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξενών''': -ῶνος, ὁ, [[κατάλυμα]] ἢ [[αἴθουσα]] ἐν τῇ οἰκίᾳ πρὸς ὑποδοχὴν ξένων, Εὐρ. Ἄλκ. 543, 547, Πλάτ. Τίμ. 20C· ξενῶνας οἶγε καὶ ῥᾶνον δόμους Κωμικ. Ἀνώνυμ. 17· πρβλ. [[ξενοδοχεῖον]].
|lstext='''ξενών''': -ῶνος, ὁ, [[κατάλυμα]] ἢ [[αἴθουσα]] ἐν τῇ οἰκίᾳ πρὸς ὑποδοχὴν ξένων, Εὐρ. Ἄλκ. 543, 547, Πλάτ. Τίμ. 20C· ξενῶνας οἶγε καὶ ῥᾶνον δόμους Κωμικ. Ἀνώνυμ. 17· πρβλ. [[ξενοδοχεῖον]].
}}
{{bailly
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />chambre réservée aux étrangers.<br />'''Étymologie:''' [[ξένος]].
}}
}}