3,277,114
edits
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄκλᾰσις''': ἡ, ([[ὀκλάζω]]) τὸ ὀκλάζειν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 839, Λουκ. π. Ὀρχ. 41· - [[οὕτως]] [[ὄκλασμα]], τό, ἦτο Περσική τις [[ὄρχησις]], καθ’ ἣν ὁ ὀρχούμενος ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἔπιπτεν εἰς τὰ γόνατα, «ἔκαμνε κάτσαις», Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 321. | |lstext='''ὄκλᾰσις''': ἡ, ([[ὀκλάζω]]) τὸ ὀκλάζειν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 839, Λουκ. π. Ὀρχ. 41· - [[οὕτως]] [[ὄκλασμα]], τό, ἦτο Περσική τις [[ὄρχησις]], καθ’ ἣν ὁ ὀρχούμενος ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἔπιπτεν εἰς τὰ γόνατα, «ἔκαμνε κάτσαις», Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 321. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de s’accroupir, de replier ses genoux.<br />'''Étymologie:''' [[ὀκλάζω]]. | |||
}} | }} |