3,273,006
edits
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νομευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς νομέα, ν. [[ἐπιστήμη]], ν. τέχναι, αἱ ἀσχολίαι τῆς ποιμενικῆς ζωῆς, τὸ ποιμαίνειν, Πλάτ. Πολιτικ. 267Β, D. IV. ὁ [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ βόσκειν, Αἰλ. π. Ζ. 14. 16. | |lstext='''νομευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς νομέα, ν. [[ἐπιστήμη]], ν. τέχναι, αἱ ἀσχολίαι τῆς ποιμενικῆς ζωῆς, τὸ ποιμαίνειν, Πλάτ. Πολιτικ. 267Β, D. IV. ὁ [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ βόσκειν, Αἰλ. π. Ζ. 14. 16. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne les pâtres <i>ou</i> le métier de pâtre, pastoral;<br /><b>2</b> habile à faire paître le bétail.<br />'''Étymologie:''' [[νομεύω]]. | |||
}} | }} |