Anonymous

οἰστρήλατος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰστρήλᾰτος''': -ον, ὁ ὑπὸ οἴστρου κεντούμενος, διωκόμενος, [[δεῖμα]] Αἰσχύλ. Πρ. 580· πρβλ. [[οἰστροδίνητος]].
|lstext='''οἰστρήλᾰτος''': -ον, ὁ ὑπὸ οἴστρου κεντούμενος, διωκόμενος, [[δεῖμα]] Αἰσχύλ. Πρ. 580· πρβλ. [[οἰστροδίνητος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tourmenté par la piqûre d’un taon ; <i>fig.</i> furieux, affolé.<br />'''Étymologie:''' [[οἶστρος]], [[ἐλαύνω]].
}}
}}