Anonymous

ὀκλαδίας: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀκλᾰδίας''': ὁ, ([[ὀκλάζω]]) [[κάθισμα]] συγκλειόμενον καὶ ἀνοιγόμενον, ὡς τὸ [[σκίμπους]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 1384. 1386, Λουκ. Λεξιφ. 6· [[δίφρος]] ὀκλ. Παυσ. 1. 27, 1, Ἀθήν. 512C, [[Πολυδ]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὀκλαδίας]]· [[θρόνος]] [[πτυκτός]], [[δίφρος]] [[ταπεινός]], ὃν οἱ ἀκόλουθοι φέρονται τοῖς εἰς τὰς ἀγορὰς ἐξιοῦσι πλουσίοις καὶ πεποίηται [[τοὔνομα]] παρὰ τὸ (ὠ)κλάσθα», - κατὰ τὸν Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1384, «ὀκλαδίαν δίφρον συγκεκλασμένον, καὶ ποτὲ μὲν ἐντεινόμενον ποτὲ δὲ συστελλόμενον».
|lstext='''ὀκλᾰδίας''': ὁ, ([[ὀκλάζω]]) [[κάθισμα]] συγκλειόμενον καὶ ἀνοιγόμενον, ὡς τὸ [[σκίμπους]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 1384. 1386, Λουκ. Λεξιφ. 6· [[δίφρος]] ὀκλ. Παυσ. 1. 27, 1, Ἀθήν. 512C, [[Πολυδ]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὀκλαδίας]]· [[θρόνος]] [[πτυκτός]], [[δίφρος]] [[ταπεινός]], ὃν οἱ ἀκόλουθοι φέρονται τοῖς εἰς τὰς ἀγορὰς ἐξιοῦσι πλουσίοις καὶ πεποίηται [[τοὔνομα]] παρὰ τὸ (ὠ)κλάσθα», - κατὰ τὸν Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1384, «ὀκλαδίαν δίφρον συγκεκλασμένον, καὶ ποτὲ μὲν ἐντεινόμενον ποτὲ δὲ συστελλόμενον».
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[ὀκλαδίας]] [[δίφρος]] <i>ou subst.</i> ὁ [[ὀκλαδίας]], chaise pliante, pliant.<br />'''Étymologie:''' [[ὀκλάζω]].
}}
}}