3,274,921
edits
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ὀλυμπιακός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὰ [[Ὀλύμπια]], ἀγὼν Θουκ. 1. 6· [[ἐκεχειρία]] Ἀριστ. Ἀποσπ. 490· ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Ὀλυμπίαν, ἐκράτουν τοῦ Ὀλυμπιακοῦ ὄρους (δηλ. τοῦ Κρονίου) Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 14. | |lstext='''Ὀλυμπιακός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὰ [[Ὀλύμπια]], ἀγὼν Θουκ. 1. 6· [[ἐκεχειρία]] Ἀριστ. Ἀποσπ. 490· ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Ὀλυμπίαν, ἐκράτουν τοῦ Ὀλυμπιακοῦ ὄρους (δηλ. τοῦ Κρονίου) Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[Ὀλυμπικός]].<br />'''Étymologie:''' [[Ὀλύμπια]]. | |||
}} | }} |