Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὁμαλίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμᾰλίζω''': Ξεν., Ἀριστ.: μέλλ. -ίσω ἢ -ιῶ: ἀόρ. ὡμάλισα Ἑβδ. (Σειρὰχ ΚΑ΄, 11). - Παθ., πρκμ. ὡμάλισμαι, ἴδε κατωτ.: ἀόρ. ὡμαλίσθην Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7, 3· μέλλ. ὁμαλισθήσομαι [[αὐτόθι]] 2. 6, 10 ἀλλὰ μέσ. μέλλ. ὁμαλιεῖται, ἐπὶ παθ. σημασ. Ξεν. Οἰκ. 18. 5: ([[ὁμαλός]]). Ποιῶ τι ὁμαλὸν ἢ ἐπίπεδον, ἰσοπεδῶ, τὴν γῆν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 8, πρβλ. Δαμόξενον ἐν «Συντρόφοις» 1. 50. - Παθ., ἐπὶ τοῦ ἁλωνίου, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.· - [[ἐντεῦθεν]] ῥημ. ἐπίθ. [[ὁμαλιστέον]], δεῖ ὁμαλίζειν, Γεωπ. 18. 2. 2) [[ὁμαλύνω]], ἰσῶ, ἐξισῶ, ὁμοιῶ, [[μᾶλλον]] δεῖ τὰς ἐπιθυμίας ὁμ. ἢ τὰς οὐσίας Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7. 8, πρβλ. 20. - Παθ., διὰ τῆς κτήσεως ὡμαλισμένης [[αὐτόθι]] 2. 9, 17· ὁμαλισθῆναι εἰς τὸ αὐτὸ [[πλῆθος]] [[αὐτόθι]] 2. 6, 10· πόλεις ὡμαλισμέναι ὑπὸ τῶν συμφορῶν Ἰσοκρ. 90Β. ΙΙ. ἀμεταβ. εἶμαι ἢ [[διαμένω]] [[ἴσος]] ἢ [[δύναμαι]] νὰ ἐξισωθῶ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 1. 12, Ἀθήν. 357Ε.
|lstext='''ὁμᾰλίζω''': Ξεν., Ἀριστ.: μέλλ. -ίσω ἢ -ιῶ: ἀόρ. ὡμάλισα Ἑβδ. (Σειρὰχ ΚΑ΄, 11). - Παθ., πρκμ. ὡμάλισμαι, ἴδε κατωτ.: ἀόρ. ὡμαλίσθην Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7, 3· μέλλ. ὁμαλισθήσομαι [[αὐτόθι]] 2. 6, 10 ἀλλὰ μέσ. μέλλ. ὁμαλιεῖται, ἐπὶ παθ. σημασ. Ξεν. Οἰκ. 18. 5: ([[ὁμαλός]]). Ποιῶ τι ὁμαλὸν ἢ ἐπίπεδον, ἰσοπεδῶ, τὴν γῆν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 8, πρβλ. Δαμόξενον ἐν «Συντρόφοις» 1. 50. - Παθ., ἐπὶ τοῦ ἁλωνίου, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.· - [[ἐντεῦθεν]] ῥημ. ἐπίθ. [[ὁμαλιστέον]], δεῖ ὁμαλίζειν, Γεωπ. 18. 2. 2) [[ὁμαλύνω]], ἰσῶ, ἐξισῶ, ὁμοιῶ, [[μᾶλλον]] δεῖ τὰς ἐπιθυμίας ὁμ. ἢ τὰς οὐσίας Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7. 8, πρβλ. 20. - Παθ., διὰ τῆς κτήσεως ὡμαλισμένης [[αὐτόθι]] 2. 9, 17· ὁμαλισθῆναι εἰς τὸ αὐτὸ [[πλῆθος]] [[αὐτόθι]] 2. 6, 10· πόλεις ὡμαλισμέναι ὑπὸ τῶν συμφορῶν Ἰσοκρ. 90Β. ΙΙ. ἀμεταβ. εἶμαι ἢ [[διαμένω]] [[ἴσος]] ἢ [[δύναμαι]] νὰ ἐξισωθῶ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 1. 12, Ἀθήν. 357Ε.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὁμαλίσω et ὁμαλιῶ, <i>ao.</i> [[ὡμάλισα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ὁμαλισθήσομαι, <i>ao.</i> [[ὡμαλίσθην]];<br /><b>1</b> égaliser, acc.;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> rendre uni, calme, adoucir, apaiser.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμαλός]].
}}
}}