3,277,048
edits
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄλπη''': ἡ, [[ἀγγεῖον]] ἐλαιοδόχον ἐκ βύρσης, δερματίνη [[λήκυθος]], [[κυρίως]] ἐν χρήσει ἐν τῇ παλαίστρᾳ, «τὴν δὲ ὄλπην Κλείταρχος Κορινθίους μέν φησι καὶ Βυζαντίους καὶ Κυπρίους τὴν λήκυθον ἀποδιδόναι» Ἀθήν. 495C, Θεόκρ. 2. 156, Νικ. Θηρ. 97· [[λιθάργυρος]] [[ὄλπη]] Ἀχαιὸς [[αὐτόθι]] 451C· ἐπὶ τῆς λαγήνου τῶν κυνικῶν φιλοσόφων, Ἀνθ. Π. 6. 193., 7. 68. 2) = [[πρόχοος]], Κλείταρχ. παρ’ Ἀθην. 495C· - πρβλ. [[ὄλπις]]. | |lstext='''ὄλπη''': ἡ, [[ἀγγεῖον]] ἐλαιοδόχον ἐκ βύρσης, δερματίνη [[λήκυθος]], [[κυρίως]] ἐν χρήσει ἐν τῇ παλαίστρᾳ, «τὴν δὲ ὄλπην Κλείταρχος Κορινθίους μέν φησι καὶ Βυζαντίους καὶ Κυπρίους τὴν λήκυθον ἀποδιδόναι» Ἀθήν. 495C, Θεόκρ. 2. 156, Νικ. Θηρ. 97· [[λιθάργυρος]] [[ὄλπη]] Ἀχαιὸς [[αὐτόθι]] 451C· ἐπὶ τῆς λαγήνου τῶν κυνικῶν φιλοσόφων, Ἀνθ. Π. 6. 193., 7. 68. 2) = [[πρόχοος]], Κλείταρχ. παρ’ Ἀθην. 495C· - πρβλ. [[ὄλπις]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />flacon à huile, en cuir.<br />'''Étymologie:''' DELG ἔλπος, vieux mot pour « huile, graisse ». | |||
}} | }} |