Anonymous

οἰνάνθη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰνάνθη''': ἡ, ([[οἴνη]]) ἡ, ὁ πρῶτος βλαστὸς τῆς ἀμπέλου, ἡ [[κάλυξ]], ἥτις περικλείει τὸ [[φύλλον]] καὶ τὸ [[ἄνθος]], Λατιν. pampinus, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 14, 8, κτλ.· ἑρμηνευόμενον παρὰ τοῦ Σουΐδ. ὡς «ἡ πρώτη [[ἔκφυσις]] τῆς ἀμπέλου», ὑπὸ δὲ τοῦ Ἀμμωνίου, «ἡ πρώτη τῶν βοτρύων [[ἐξάνθησις]]», πρβλ. Ἡσύχ. 2) τὸ [[ἄνθος]] τῆς σταφύλης, Γεωπ. 5, 51. 3) παρὰ ποιηταῖς [[καθόλου]], ἡ [[ἄμπελος]], χλωρὸν οἰνάνθης [[δέμας]] Σοφ. Ἀποσπ. 239, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 231, Ἀριστοφ. Ὄρν. 588, Βάτρ. 1320· Λεσβίης [[νέκταρ]] οἰνάνθης Καλλ. Ἀποσπ. 115. 4) ὁ χνοῦς ὁ ἐπὶ τῶν τρυφερῶν τῆς ἀμπέλου φύλλων, τὸ «χνοῦδι», καὶ κατὰ μεταφοράν, αἱ πρῶται λεπτόταται τρίχες τοῦ γενείου, [[οὔπω]] γένυσι φαίνων τέρειναν ματέρ’ οἰνάνθας ὀπώραν, «θέλει οὖν λέγειν ὅτι [[οὔπω]] καιρὸν τοῦ γενειάσκειν ἔχων, οἰνάνθην γὰρ κατὰ μεταφορὰν τὸν ἴουλον εἴρηκε, [[τουτέστι]] τὴν πρώτην τῶν γενειάδων ἀνάφυσιν … ὁ δὲ [[νοῦς]], [[οὔπω]] ἐν τῇ γενειάδι δεικνὺς τὴν ἁπαλὴν ὥραν καὶ ὀπώραν, τουτέστιν [[οὔπω]] γενειάσκων» (Σχολ.), Πινδ. Ν. 5. 11. ΙΙ. τὸ [[ἄνθος]] τῆς ἀγρίας ἀμπέλου, ἐκ τοῦ ὁποίου ἡδύ τι [[ἔλαιον]] παρήγετο ([[ἔλαιον]] οἰνάνθινον) ὡς καὶ [[εἶδος]] οἴνου, Διοσκ. 1. 56. ΙΙΙ. [[φυτόν]] τι ὅμοιον τῇ ἀμπέλῳ, Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς» 1. 5, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 1. IV. πτηνόν τι, [[ἴσως]] ἡ [[οἰνάς]], Motacilla ἢ Saxicola oenanthe, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 8.
|lstext='''οἰνάνθη''': ἡ, ([[οἴνη]]) ἡ, ὁ πρῶτος βλαστὸς τῆς ἀμπέλου, ἡ [[κάλυξ]], ἥτις περικλείει τὸ [[φύλλον]] καὶ τὸ [[ἄνθος]], Λατιν. pampinus, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 14, 8, κτλ.· ἑρμηνευόμενον παρὰ τοῦ Σουΐδ. ὡς «ἡ πρώτη [[ἔκφυσις]] τῆς ἀμπέλου», ὑπὸ δὲ τοῦ Ἀμμωνίου, «ἡ πρώτη τῶν βοτρύων [[ἐξάνθησις]]», πρβλ. Ἡσύχ. 2) τὸ [[ἄνθος]] τῆς σταφύλης, Γεωπ. 5, 51. 3) παρὰ ποιηταῖς [[καθόλου]], ἡ [[ἄμπελος]], χλωρὸν οἰνάνθης [[δέμας]] Σοφ. Ἀποσπ. 239, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 231, Ἀριστοφ. Ὄρν. 588, Βάτρ. 1320· Λεσβίης [[νέκταρ]] οἰνάνθης Καλλ. Ἀποσπ. 115. 4) ὁ χνοῦς ὁ ἐπὶ τῶν τρυφερῶν τῆς ἀμπέλου φύλλων, τὸ «χνοῦδι», καὶ κατὰ μεταφοράν, αἱ πρῶται λεπτόταται τρίχες τοῦ γενείου, [[οὔπω]] γένυσι φαίνων τέρειναν ματέρ’ οἰνάνθας ὀπώραν, «θέλει οὖν λέγειν ὅτι [[οὔπω]] καιρὸν τοῦ γενειάσκειν ἔχων, οἰνάνθην γὰρ κατὰ μεταφορὰν τὸν ἴουλον εἴρηκε, [[τουτέστι]] τὴν πρώτην τῶν γενειάδων ἀνάφυσιν … ὁ δὲ [[νοῦς]], [[οὔπω]] ἐν τῇ γενειάδι δεικνὺς τὴν ἁπαλὴν ὥραν καὶ ὀπώραν, τουτέστιν [[οὔπω]] γενειάσκων» (Σχολ.), Πινδ. Ν. 5. 11. ΙΙ. τὸ [[ἄνθος]] τῆς ἀγρίας ἀμπέλου, ἐκ τοῦ ὁποίου ἡδύ τι [[ἔλαιον]] παρήγετο ([[ἔλαιον]] οἰνάνθινον) ὡς καὶ [[εἶδος]] οἴνου, Διοσκ. 1. 56. ΙΙΙ. [[φυτόν]] τι ὅμοιον τῇ ἀμπέλῳ, Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς» 1. 5, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 1. IV. πτηνόν τι, [[ἴσως]] ἡ [[οἰνάς]], Motacilla ἢ Saxicola oenanthe, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 8.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />bourgeon de vigne.<br />'''Étymologie:''' [[οἴνη]], [[ἄνθος]].
}}
}}