Anonymous

ποδάνιπτρον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποδάνιπτρον''': [ᾰ], τό, ([[νίζω]]) [[ὕδωρ]] πρὸς νίψιν τῶν ποδῶν, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ὀδ. Τ. 504· π. ποδῶν Τ. 343 ἐν τῷ ἑνικ., π. ἐκχεῖν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. ἴδε τὸ προηγ.
|lstext='''ποδάνιπτρον''': [ᾰ], τό, ([[νίζω]]) [[ὕδωρ]] πρὸς νίψιν τῶν ποδῶν, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ὀδ. Τ. 504· π. ποδῶν Τ. 343 ἐν τῷ ἑνικ., π. ἐκχεῖν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. ἴδε τὸ προηγ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />eau d’un bain de pieds.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[νίπτω]].
}}
}}