3,274,919
edits
(6_15) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποικουρέω''': οἰκουρῶ, [[μένω]] [[οἴκοι]], κατοικῶ [[ἐντός]], Αἰλ. π. Ζῴων 11. 32. - μεταφορ., κακὸν ὑπ. ἐν τῇ ψυχῇ, μένει κεκρυμμένον [[ἐντός]], ὑπολανθάνει ὑπάρχον ἐν αὐτῇ, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 6· [[μάλιστα]] ἐν τῇ μετοχῇ, [[ἀμορφία]] ὑποικουροῦσα ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 24· [[μῖσος]] τὸ ὑποικουροῦν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 5, 5, πρβλ. Διοδ. Ἀποσπ. 583. 32. ΙΙ. μεταβ., τηρῶ, φυλάττω κρυφίως, ἀσχολοῦμαι εἴς τι, ἢ μηχανῶμαι, [[παρασκευάζω]] κρυφίως, ἃ νῦν ὑποικουρεῖτε, «ἃ ποιοῦσαι ὑποικουρεῖτε» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Θεσμ. 1168, πρβλ. Πλουτ. Πομπ. 42. - Παθ., ὑποικουρουμένη [[ὀργή]], κρυφίως ὑποτρεφομένη, Πολύβ. 4. 49, 4, πρβλ. 3. 11, 3. 20 μετ’ αἰτ. προσ., μυστικῶς ἐπιδρῶ ἐπί τινος, ὑποκούρει τὴν Φιμβριανὴν στρατιὰν καὶ παρώξυνε κατὰ τοῦ Λουκούλλου Πλουτ. Λούκουλλ. 34· τοὺς στρατιώτας χρήμασιν ὑπ. καὶ διαφθείρειν ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 58· [[νόσος]] ὑπ. αὐτούς, εἰσεχώρησεν, εἰσέδυ μεταξὺ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 28. 3) ἀπολ., μηχανῶμαι δόλους, [[δολιεύομαι]], ὁ αὐτ. ἐν Ὄθ. 3. | |lstext='''ὑποικουρέω''': οἰκουρῶ, [[μένω]] [[οἴκοι]], κατοικῶ [[ἐντός]], Αἰλ. π. Ζῴων 11. 32. - μεταφορ., κακὸν ὑπ. ἐν τῇ ψυχῇ, μένει κεκρυμμένον [[ἐντός]], ὑπολανθάνει ὑπάρχον ἐν αὐτῇ, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 6· [[μάλιστα]] ἐν τῇ μετοχῇ, [[ἀμορφία]] ὑποικουροῦσα ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 24· [[μῖσος]] τὸ ὑποικουροῦν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 5, 5, πρβλ. Διοδ. Ἀποσπ. 583. 32. ΙΙ. μεταβ., τηρῶ, φυλάττω κρυφίως, ἀσχολοῦμαι εἴς τι, ἢ μηχανῶμαι, [[παρασκευάζω]] κρυφίως, ἃ νῦν ὑποικουρεῖτε, «ἃ ποιοῦσαι ὑποικουρεῖτε» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Θεσμ. 1168, πρβλ. Πλουτ. Πομπ. 42. - Παθ., ὑποικουρουμένη [[ὀργή]], κρυφίως ὑποτρεφομένη, Πολύβ. 4. 49, 4, πρβλ. 3. 11, 3. 20 μετ’ αἰτ. προσ., μυστικῶς ἐπιδρῶ ἐπί τινος, ὑποκούρει τὴν Φιμβριανὴν στρατιὰν καὶ παρώξυνε κατὰ τοῦ Λουκούλλου Πλουτ. Λούκουλλ. 34· τοὺς στρατιώτας χρήμασιν ὑπ. καὶ διαφθείρειν ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 58· [[νόσος]] ὑπ. αὐτούς, εἰσεχώρησεν, εἰσέδυ μεταξὺ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 28. 3) ἀπολ., μηχανῶμαι δόλους, [[δολιεύομαι]], ὁ αὐτ. ἐν Ὄθ. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> se tenir caché dans sa maison ; être caché sous <i>ou</i> dans;<br /><b>2</b> s’introduire secrètement, s’insinuer dans, <i>acc. ou</i> [[εἰς]] et l’acc. ; chercher à corrompre, à débaucher : τὴν στρατιάν PLUT l’armée.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[οἰκουρέω]]. | |||
}} | }} |