Anonymous

οὐατόεις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐᾰτόεις''': εσσα, εν, ὁ ἔχων μακρὰ ὦτα, θὴρ Καλλ. Ἀποσπ. 320· [[λαγὼς]] Ἀνθ. Π. 7. 207. 2) ὁ ἔχων ὦτα ἢ λαβὰς, [[σκύφος]] Σιμωνίδ. 247· καλαῦροψ Ἀντίμ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἰλ. Ψ. 845. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «οὐατόεν· ὦτα ἔχον. καὶ [[ὅπερ]] ἔχει κρεμαμένους ὄζους πολλούς. ὀζῶδες, τραχύ».
|lstext='''οὐᾰτόεις''': εσσα, εν, ὁ ἔχων μακρὰ ὦτα, θὴρ Καλλ. Ἀποσπ. 320· [[λαγὼς]] Ἀνθ. Π. 7. 207. 2) ὁ ἔχων ὦτα ἢ λαβὰς, [[σκύφος]] Σιμωνίδ. 247· καλαῦροψ Ἀντίμ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἰλ. Ψ. 845. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «οὐατόεν· ὦτα ἔχον. καὶ [[ὅπερ]] ἔχει κρεμαμένους ὄζους πολλούς. ὀζῶδες, τραχύ».
}}
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν;<br /><b>1</b> qui a de longues oreilles;<br /><b>2</b> à une <i>ou</i> à plusieurs anses.<br />'''Étymologie:''' [[οὖας]].
}}
}}