Anonymous

ταγή: Difference between revisions

From LSJ
104 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_5
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ταγή''': ἡ, ὡς τὸ [[τάξις]], [[παράταξις]], [[διευθέτησις]], [[διάταξις]], Λατ. acies, Ἀριστοφ. Λυσ. 105. 2) [[ἐπαρχία]], Ἀριστ. Οἰκ. 2, 1· ― περιληπτικῶς, ξύμφρων τ., οἱ ὁμονοοῦντες ἢ ὁμόφρονες ἄρχοντες ἢ αρχηγοὶ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 110. 3) [[διαταγή]], [[διάταξις]], Κλήμ. Ρώμ. 1. 20. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] θηλ. τοῦ [[ταγός]], Λεξικ. Χειρόγραφ. ἐν Osann Auctar. σ. 141, 154. [ᾰ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ ᾱ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[ὅπερ]] ἄγει τινὰς τῶν κριτικῶν νὰ ἀναφέρωσι τὴν ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ λέξιν εἰς τὸ ὄνομ. [[τάγης]], ἀλλὰ τοῦτο δυσκολώτατα συμβιβάζεται πρὸς τὴν [[ἔννοια]].].
|lstext='''ταγή''': ἡ, ὡς τὸ [[τάξις]], [[παράταξις]], [[διευθέτησις]], [[διάταξις]], Λατ. acies, Ἀριστοφ. Λυσ. 105. 2) [[ἐπαρχία]], Ἀριστ. Οἰκ. 2, 1· ― περιληπτικῶς, ξύμφρων τ., οἱ ὁμονοοῦντες ἢ ὁμόφρονες ἄρχοντες ἢ αρχηγοὶ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 110. 3) [[διαταγή]], [[διάταξις]], Κλήμ. Ρώμ. 1. 20. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] θηλ. τοῦ [[ταγός]], Λεξικ. Χειρόγραφ. ἐν Osann Auctar. σ. 141, 154. [ᾰ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ ᾱ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[ὅπερ]] ἄγει τινὰς τῶν κριτικῶν νὰ ἀναφέρωσι τὴν ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ λέξιν εἰς τὸ ὄνομ. [[τάγης]], ἀλλὰ τοῦτο δυσκολώτατα συμβιβάζεται πρὸς τὴν [[ἔννοια]].].
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />commandement, autorité.<br />'''Étymologie:''' [[τάσσω]].
}}
}}