Anonymous

ὀλιγόφρων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλῐγόφρων''': ὁ, ἡ, -φρον, τό, ὁ ὀλίγας ἔχων φρένας, ὁ μικρὸς τὸν νοῦν, Πλούτ. 2. 504A, [[Πολυδ]]. Δ΄, 14. Ἐπίρρ. -όνως, ὁ αὐτ. Δ΄, 15.
|lstext='''ὀλῐγόφρων''': ὁ, ἡ, -φρον, τό, ὁ ὀλίγας ἔχων φρένας, ὁ μικρὸς τὸν νοῦν, Πλούτ. 2. 504A, [[Πολυδ]]. Δ΄, 14. Ἐπίρρ. -όνως, ὁ αὐτ. Δ΄, 15.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />peu intelligent.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]], [[φρήν]].
}}
}}