Anonymous

ὄνθος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄνθος''': ὁ, ἡ [[κόπρος]] τῶν ζῴων, Ἰλ. Ψ. 775, 777, Αἰσχύλ. Ἀποσπάσμ. 270· ― παρὰ μεταγεν. καὶ θηλ., ὡς τὸ [[κόπρος]], Ἀπολλόδ. 2. 5, 5.
|lstext='''ὄνθος''': ὁ, ἡ [[κόπρος]] τῶν ζῴων, Ἰλ. Ψ. 775, 777, Αἰσχύλ. Ἀποσπάσμ. 270· ― παρὰ μεταγεν. καὶ θηλ., ὡς τὸ [[κόπρος]], Ἀπολλόδ. 2. 5, 5.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />excrément des animaux, fiente, fumier.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue, pê substrat.
}}
}}