Anonymous

ὀκνέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀκνέω''': Ἐπικ. ὀκνείω Ἰλ. Ε. 255: παρατ. ὤκνεον Υ. 155: μέλλ. -ήσω Ἰσοκρ. 131Α· ἀόρ. ὤκνησα Δημ., κλ.· ([[ὄκνος]]). Ἀποφεύγω ἢ [[διστάζω]], δεν ἀποτολμῶ νὰ πράξω τι, ὀκνείω ἵππων ἐπιβαινέμεν Ἰλ. Ε. 255· ἀρχέμεναι πολέμοιο ὤκνεον Υ. 155· - Παρ’ Ἀττ., κατὰ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] τῆς παραλλήλου σημασίας τοῦ αἰσθήματος [[ὅπερ]] φέρει δισταγμόν, [[ἑπομένως]], 1) ἐπὶ αἰσχύνης, αἰδοῦς ἢ φόβου (ἠθικοῦ), ὀκνῶ [[προδότης]] καλεῖσθαι Σοφ. Φιλ. 93, πρβλ. Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 246, Θουκ. 5. 61, Λυσ. Ἀποσπ. 11· οἷα ἐγὼ ὀκνῶ πρὸς ὑμᾶς ὀνομάσαι, [[διστάζω]] νὰ [[ἀναφέρω]], [[ἀποφεύγω]], δὲν τολμῶ, Δημ. 23. 17· τοσαῦθ’ ὅσα ὀκνήσαιμ’ ἂν ... εἰπεῖν ὁ αὐτ. 260. 25, πρβλ. 702. 4. 2) ἐπὶ ἐλέους ἢ οἴκτου, σὰς ὀκνῶ [[θρᾶξαι]] φρένας Αἰσχύλ. Πρ. 628, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 1271. 3) συχνότατα ἐπὶ δειλίας ἢ ὀκνηρίας, μεμηνότ’ ἄνδρα ... ὀκνεῖς [[ἰδεῖν]] ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 81, πρβλ. Θουκ. 1. 120, Πλάτ. Γοργ. 462E, κτλ. - Ἡ Ὁμηρ. [[σύνταξις]] μετ’ ἀπαρ. ἐξηκολούθησε νὰ [[εἶναι]] κοινοτάτη, ἴδε ἀνωτ.· σπανίως μετ’ αἰτιατ., πῶς ... τὸ μητρὸς οὐκ ὀκνεῖν με δεῖ; Σοφ. Ο. Τ. 976· ὃν μήτ’ ὀκνεῖτε ὁ αὐτ. Ο. Κ. 731, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 2, 21· [[ὡσαύτως]], ὀκνεῖν [[περί]] τινος [[αὐτόθι]] 4. 5, 20· ὀκν. μὴ …, Πλάτ. Φαῖδρ. 257C, Ξεν., κτλ. II. [[ὡσαύτως]] [[συχνάκις]] ἀπολ., [[διστάζω]], δὲν ἀποφασίζω, Ἡρόδ. 7. 50, 1, Σοφ. Ἠλ. 22, 320, κλ.· ἐπὶ στρατιωτῶν, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 13, 9.
|lstext='''ὀκνέω''': Ἐπικ. ὀκνείω Ἰλ. Ε. 255: παρατ. ὤκνεον Υ. 155: μέλλ. -ήσω Ἰσοκρ. 131Α· ἀόρ. ὤκνησα Δημ., κλ.· ([[ὄκνος]]). Ἀποφεύγω ἢ [[διστάζω]], δεν ἀποτολμῶ νὰ πράξω τι, ὀκνείω ἵππων ἐπιβαινέμεν Ἰλ. Ε. 255· ἀρχέμεναι πολέμοιο ὤκνεον Υ. 155· - Παρ’ Ἀττ., κατὰ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] τῆς παραλλήλου σημασίας τοῦ αἰσθήματος [[ὅπερ]] φέρει δισταγμόν, [[ἑπομένως]], 1) ἐπὶ αἰσχύνης, αἰδοῦς ἢ φόβου (ἠθικοῦ), ὀκνῶ [[προδότης]] καλεῖσθαι Σοφ. Φιλ. 93, πρβλ. Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 246, Θουκ. 5. 61, Λυσ. Ἀποσπ. 11· οἷα ἐγὼ ὀκνῶ πρὸς ὑμᾶς ὀνομάσαι, [[διστάζω]] νὰ [[ἀναφέρω]], [[ἀποφεύγω]], δὲν τολμῶ, Δημ. 23. 17· τοσαῦθ’ ὅσα ὀκνήσαιμ’ ἂν ... εἰπεῖν ὁ αὐτ. 260. 25, πρβλ. 702. 4. 2) ἐπὶ ἐλέους ἢ οἴκτου, σὰς ὀκνῶ [[θρᾶξαι]] φρένας Αἰσχύλ. Πρ. 628, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 1271. 3) συχνότατα ἐπὶ δειλίας ἢ ὀκνηρίας, μεμηνότ’ ἄνδρα ... ὀκνεῖς [[ἰδεῖν]] ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 81, πρβλ. Θουκ. 1. 120, Πλάτ. Γοργ. 462E, κτλ. - Ἡ Ὁμηρ. [[σύνταξις]] μετ’ ἀπαρ. ἐξηκολούθησε νὰ [[εἶναι]] κοινοτάτη, ἴδε ἀνωτ.· σπανίως μετ’ αἰτιατ., πῶς ... τὸ μητρὸς οὐκ ὀκνεῖν με δεῖ; Σοφ. Ο. Τ. 976· ὃν μήτ’ ὀκνεῖτε ὁ αὐτ. Ο. Κ. 731, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 2, 21· [[ὡσαύτως]], ὀκνεῖν [[περί]] τινος [[αὐτόθι]] 4. 5, 20· ὀκν. μὴ …, Πλάτ. Φαῖδρ. 257C, Ξεν., κτλ. II. [[ὡσαύτως]] [[συχνάκις]] ἀπολ., [[διστάζω]], δὲν ἀποφασίζω, Ἡρόδ. 7. 50, 1, Σοφ. Ἠλ. 22, 320, κλ.· ἐπὶ στρατιωτῶν, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 13, 9.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être lent, paresseux, tarder, différer;<br /><b>2</b> hésiter, craindre, avec un inf., craindre de ; ὀκ. τινα, craindre qqn ; [[τι]], [[περί]] τινος, redouter qch.<br />'''Étymologie:''' [[ὄκνος]].
}}
}}