Anonymous

ὀδύρομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀδύρομαι''': [ῠ], ἀποθ., τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ἐπικ. παρατ. ὀδύρετο, ὀδύροντο ([[ἄνευ]] αὐξήσ.), Ἰων. ὀδυρέσκετο Ἡρόδ. 3. 119· μέλλ. ὀδῠροῦμαι Δημ. 574. 24, καὶ πιθ. γραφ. παρ’ Ἰσοκρ. 377Ε· ἀόρ. ὠδῡράμην ὁ αὐτ. 234C, Θεόκρ. 1. 75 (πρβλ. [[ἀνοδύρομαι]]), μετοχ. ὀδυράμενος Ἰλ. Ω. 48· παθ. ἀόρ. κατωδύρθην Πλούτ. 2. 117Ε. ― Παρὰ Τραγ. τὸν τύπον [[δύρομαι]] ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]] ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 271, 582, Σοφ. Ο. Τ. 1218, Εὐρ. Ἑκ. 740, Μηδ. 157, καὶ πιθ. ἐν Ἀνδρ. 397, ἴδε κατωτ. 4· ἐν Εὐρ. Φοιν. 1762, [[ὀδύρομαι]] [[εἶναι]] [[ἀναγκαῖον]] ὡς ἐν Ἀπολλοδώρου «Λακαίνῃ» 2· ἀλλαχοῦ [[ἑκάτερος]] [[τύπος]] [[εἶναι]] [[δυνατός]]. ― (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] [[ἀμφίβολος]]). Θρηνῶ, [[κλαίω]], πενθῶ διά τι [[πρόσωπον]] ἢ [[πρᾶγμα]], Ὅμ. κ. Τραγ. ― Συντάσσ. 1) μετ’ αἰτ. προσ., [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμήρῳ, ὀδυρομένη φίλα τέκνα Ἰλ. Β. 315· Ἕκτορα δακρυχέοντες ὀδύροντο Ω. 714, οὕτω Σοφ. Ο. Κ. 1439, Ἀντ. 693· σπανιώτερον μετ’ αἰτ. πράγμ., ὁ δ’ ὀδύρετο πατρίδα γαῖαν, ἐθλίβετο, ἐθρήνει διὰ τὴν πατρίδα του, δηλ. διὰ τὴν στέρησιν αὐτῆς, Ὀδ. Ν. 219· οὕτω, νόστον ὀδυρομένη Ε. 153., Ν. 379· οὕτω παρ’ Ἀττ., Πλάτ. Πολ. 329Β, Ἰσοκρ. 76Β, Δημ. 239. 24. 2) [[μετὰ]] γεν. προσ., θρηνῶ διά τινα, [[χάριν]] τινός, ὡς δὲ πατὴρ οὗ παιδὸς ὀδ. Ἰλ. Ψ. 222, πρβλ. Χ. 424, Ὀδ. Δ. 104, κτλ.· ― οὕτω καί, ἀμφ’ ἔμ’ ὀδυρόμενοι Ὀδ. Κ. 486· ὑπέρ τινος Πλάτ. Πολ. 387D· ἐπί τινι Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακ. 7. 5. 3) ὀδ. τινι, θρηνῶ [[πρός]] τινα ἢ ἐνώπιόν τινος, ἐξελθὼν λαοῖσιν ὀδ. Ὀδ. Δ. 740· ἀλλήλοισιν ὀδύρονται, θρηνοῦσι μεγαλοφώνως πρὸς ἀλλήλους, Ἰλ. Β. 290. 4) ἀπολ., θρηνῶ, πενθῶ, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., κατὰ μετοχ., ὀδυρόμενος [[στεναχίζω]] Ὀδ. Ι. 13· στοναχῇ τε γόῳ τε ἧσται ὀδ. Π. 145· ὀδ. κατὰ θυμὸν Σ. 203· ― οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., τί ταῦτ’ [[ὀδύρομαι]]· διὰ τί ἐγὼ οὕτω πενθῶ; Εὐρ. Ἀνδρ. 397 ([[ἔνθα]] ὁ Πόρσ. διορθοῖ [[ταῦτα]] [[δύρομαι]], διὰ τὴν τμῆσιν, ἴδε εἰς Ἑκ. 734, προοίμ. xxvi)· θρηνοῦντός τέ μου καὶ ὀδυρομένου Πλάτ. Ἀπολ. 38D, κτλ.
|lstext='''ὀδύρομαι''': [ῠ], ἀποθ., τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ἐπικ. παρατ. ὀδύρετο, ὀδύροντο ([[ἄνευ]] αὐξήσ.), Ἰων. ὀδυρέσκετο Ἡρόδ. 3. 119· μέλλ. ὀδῠροῦμαι Δημ. 574. 24, καὶ πιθ. γραφ. παρ’ Ἰσοκρ. 377Ε· ἀόρ. ὠδῡράμην ὁ αὐτ. 234C, Θεόκρ. 1. 75 (πρβλ. [[ἀνοδύρομαι]]), μετοχ. ὀδυράμενος Ἰλ. Ω. 48· παθ. ἀόρ. κατωδύρθην Πλούτ. 2. 117Ε. ― Παρὰ Τραγ. τὸν τύπον [[δύρομαι]] ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]] ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 271, 582, Σοφ. Ο. Τ. 1218, Εὐρ. Ἑκ. 740, Μηδ. 157, καὶ πιθ. ἐν Ἀνδρ. 397, ἴδε κατωτ. 4· ἐν Εὐρ. Φοιν. 1762, [[ὀδύρομαι]] [[εἶναι]] [[ἀναγκαῖον]] ὡς ἐν Ἀπολλοδώρου «Λακαίνῃ» 2· ἀλλαχοῦ [[ἑκάτερος]] [[τύπος]] [[εἶναι]] [[δυνατός]]. ― (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] [[ἀμφίβολος]]). Θρηνῶ, [[κλαίω]], πενθῶ διά τι [[πρόσωπον]] ἢ [[πρᾶγμα]], Ὅμ. κ. Τραγ. ― Συντάσσ. 1) μετ’ αἰτ. προσ., [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμήρῳ, ὀδυρομένη φίλα τέκνα Ἰλ. Β. 315· Ἕκτορα δακρυχέοντες ὀδύροντο Ω. 714, οὕτω Σοφ. Ο. Κ. 1439, Ἀντ. 693· σπανιώτερον μετ’ αἰτ. πράγμ., ὁ δ’ ὀδύρετο πατρίδα γαῖαν, ἐθλίβετο, ἐθρήνει διὰ τὴν πατρίδα του, δηλ. διὰ τὴν στέρησιν αὐτῆς, Ὀδ. Ν. 219· οὕτω, νόστον ὀδυρομένη Ε. 153., Ν. 379· οὕτω παρ’ Ἀττ., Πλάτ. Πολ. 329Β, Ἰσοκρ. 76Β, Δημ. 239. 24. 2) [[μετὰ]] γεν. προσ., θρηνῶ διά τινα, [[χάριν]] τινός, ὡς δὲ πατὴρ οὗ παιδὸς ὀδ. Ἰλ. Ψ. 222, πρβλ. Χ. 424, Ὀδ. Δ. 104, κτλ.· ― οὕτω καί, ἀμφ’ ἔμ’ ὀδυρόμενοι Ὀδ. Κ. 486· ὑπέρ τινος Πλάτ. Πολ. 387D· ἐπί τινι Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακ. 7. 5. 3) ὀδ. τινι, θρηνῶ [[πρός]] τινα ἢ ἐνώπιόν τινος, ἐξελθὼν λαοῖσιν ὀδ. Ὀδ. Δ. 740· ἀλλήλοισιν ὀδύρονται, θρηνοῦσι μεγαλοφώνως πρὸς ἀλλήλους, Ἰλ. Β. 290. 4) ἀπολ., θρηνῶ, πενθῶ, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., κατὰ μετοχ., ὀδυρόμενος [[στεναχίζω]] Ὀδ. Ι. 13· στοναχῇ τε γόῳ τε ἧσται ὀδ. Π. 145· ὀδ. κατὰ θυμὸν Σ. 203· ― οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., τί ταῦτ’ [[ὀδύρομαι]]· διὰ τί ἐγὼ οὕτω πενθῶ; Εὐρ. Ἀνδρ. 397 ([[ἔνθα]] ὁ Πόρσ. διορθοῖ [[ταῦτα]] [[δύρομαι]], διὰ τὴν τμῆσιν, ἴδε εἰς Ἑκ. 734, προοίμ. xxvi)· θρηνοῦντός τέ μου καὶ ὀδυρομένου Πλάτ. Ἀπολ. 38D, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ὠδυρόμην, <i>f.</i> ὀδυροῦμαι, <i>ao.</i> ὠδυράμην, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> se plaindre, se lamenter : τινος, [[ἀμφί]] τινα, [[ὑπέρ]] τινος, au sujet de qqn <i>ou</i> de qch;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> plaindre, déplorer, se lamenter sur : τινα <i>ou</i> [[τι]], sur qqn <i>ou</i> sur qch.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ὀδύνη]].
}}
}}