Anonymous

ὀλιγοδρανής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλῐγοδρᾰνής''': -ές, ὁ ὀλίγην δύναμιν ἔχων, [[ἀσθενής]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 686, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 663.
|lstext='''ὀλῐγοδρᾰνής''': -ές, ὁ ὀλίγην δύναμιν ἔχων, [[ἀσθενής]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 686, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 663.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />faible, épuisé, exténué.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]], [[δράω]].
}}
}}