Anonymous

ὅ: Difference between revisions

From LSJ
733 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_4
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὅ''': Ἰων. καὶ Δωρ. ἀναφορ. ἀντων. ἀρσεν. ἀντὶ ὅς, ἴδε ὁ, ἡ, τό, Γ. ΙΙ. ὅ, οὐδ. τῆς ἀναφορ. ἀντων. ὅς. ΙΙΙ. ὅ, ὅ, ὅ, σχετλιαστ. [[ἐπιφώνημα]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 1191.
|lstext='''ὅ''': Ἰων. καὶ Δωρ. ἀναφορ. ἀντων. ἀρσεν. ἀντὶ ὅς, ἴδε ὁ, ἡ, τό, Γ. ΙΙ. ὅ, οὐδ. τῆς ἀναφορ. ἀντων. ὅς. ΙΙΙ. ὅ, ὅ, ὅ, σχετλιαστ. [[ἐπιφώνημα]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 1191.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ἥ, τό;<br /><i>pron. démonstr.</i><br />v. ὁ.<br /><span class="bld">2</span>ἥ, τό ; <i>gén.</i> [[τοῦ]], τῆς, [[τοῦ]], <i>etc. ; pl.</i> [[τοί]], [[ταί]], [[τά]];<br /><i>pron. relat. (seul. dans Hom., Hdt. et les Trag.)</i> qui, que : μῦθον, ὁ δὴ τετελεσμένος ἐστίν IL la parole qui maintenant est accomplie ; Κανδαύλης τὸν [[οἱ]] Ἕλληνες Μυρσίλον ὀνομάζουσιν HDT Kandaulès que les Grecs nomment Myrsilos ; θεοὶ τοὶ Ὄλυμπον ἔχουσι OD les dieux qui occupent l’Olympe.<br /><span class="bld">3</span><i>neutre du pron. relat.</i> [[ὅς]], ἥ, ὅ.
}}
}}