Anonymous

ὁποσάπους: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁποσάπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, = ὁπόσων ποδῶν· ― ἐπὶ πλαγίας ἐρωτήσεως, πόσων ποδῶν τὸ [[μῆκος]], Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτ. 9.
|lstext='''ὁποσάπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, = ὁπόσων ποδῶν· ― ἐπὶ πλαγίας ἐρωτήσεως, πόσων ποδῶν τὸ [[μῆκος]], Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτ. 9.
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ὁποσάποδος<br />long de combien de pieds.<br />'''Étymologie:''' [[ὁπόσος]], [[πούς]].
}}
}}