Anonymous

οἰκονομέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκονομέω''': κυβερνῶ ὡς [[οἰκονόμος]], τακτοποιῶ, διευθετῶ, διοικῶ, [[διευθύνω]], θαλάμους πατρὸς Σοφ. Ἠλ. 190· τὴν οἰκίαν Πλάτ. Λῦσ. 209D· τὰ ἴδια Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 12· τὸν [[ἴδιον]] βίον Εὔφρων ἐν «Διδύμοις» 1· ἀλλ’ ἐγὼ σοφῶς ταῦτ’ οἰκονομήσω (δηλ. τὰ ἐδέσματα) Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 20· - Μέσ., Ἀριστ. Οἰκ. 1. 2, 2. 2) [[διανέμω]], [[ἀπονέμω]], [[παρέχω]], Πλάτ. Φαῖδρ. 256Β. 3) μεταφορ., ἐπὶ ποιητοῦ, εἰς τὰ ἄλλα μὴ εὖ οἰκ., πραγματεύεται, διεξάγει, χειρίζεται, Ἀριστ. Ποιητ. 13, 10· [[οὕτως]] (ἐν τῷ μέσ. τύπῳ) ἐπὶ τεχνίτου, οἰκ. τὴν ὕλην Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 51. 4) [[οὕτως]], ἐπὶ ἀρχόντων ἔθνους τινός, Πολύβ. 4. 26, 6 καὶ 67, 9. - Παθ., [[πολιτεία]] ἀρίστη ἡ ὑπὸ τῶν ἀρίστων οἰκονομουμένη Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 18, 1. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι [[οἰκονόμος]], Εὐαγ. κ. Λουκ. ις΄, 2.
|lstext='''οἰκονομέω''': κυβερνῶ ὡς [[οἰκονόμος]], τακτοποιῶ, διευθετῶ, διοικῶ, [[διευθύνω]], θαλάμους πατρὸς Σοφ. Ἠλ. 190· τὴν οἰκίαν Πλάτ. Λῦσ. 209D· τὰ ἴδια Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 12· τὸν [[ἴδιον]] βίον Εὔφρων ἐν «Διδύμοις» 1· ἀλλ’ ἐγὼ σοφῶς ταῦτ’ οἰκονομήσω (δηλ. τὰ ἐδέσματα) Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 20· - Μέσ., Ἀριστ. Οἰκ. 1. 2, 2. 2) [[διανέμω]], [[ἀπονέμω]], [[παρέχω]], Πλάτ. Φαῖδρ. 256Β. 3) μεταφορ., ἐπὶ ποιητοῦ, εἰς τὰ ἄλλα μὴ εὖ οἰκ., πραγματεύεται, διεξάγει, χειρίζεται, Ἀριστ. Ποιητ. 13, 10· [[οὕτως]] (ἐν τῷ μέσ. τύπῳ) ἐπὶ τεχνίτου, οἰκ. τὴν ὕλην Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 51. 4) [[οὕτως]], ἐπὶ ἀρχόντων ἔθνους τινός, Πολύβ. 4. 26, 6 καὶ 67, 9. - Παθ., [[πολιτεία]] ἀρίστη ἡ ὑπὸ τῶν ἀρίστων οἰκονομουμένη Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 18, 1. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι [[οἰκονόμος]], Εὐαγ. κ. Λουκ. ις΄, 2.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> diriger une maison, administrer les affaires d’une maison;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> diriger, gouverner, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> οἰκονομέομαι-οῦμαι manier, travailler (la matière) acc..<br />'''Étymologie:''' [[οἰκονόμος]].
}}
}}