3,253,946
edits
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀργιαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[ὄργια]], [[διεγερτικός]], οὐκ ἔστιν ὁ αὐλὸς ἠθικόν, ἀλλὰ ... ὀργιαστικὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 9. 6, 9· ὀργ. καὶ παθητικὰ [[αὐτόθι]] 8. 7, 9. | |lstext='''ὀργιαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[ὄργια]], [[διεγερτικός]], οὐκ ἔστιν ὁ αὐλὸς ἠθικόν, ἀλλὰ ... ὀργιαστικὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 9. 6, 9· ὀργ. καὶ παθητικὰ [[αὐτόθι]] 8. 7, 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui se plaît aux mystères, aux orgies ; porté à l’enthousiasme, inspiré.<br />'''Étymologie:''' [[ὀργιάζω]]. | |||
}} | }} |