Anonymous

ὀνοτάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνοτάζω''': ὡς τὸ [[ὄνομαι]], [[μέμφομαι]], [[ψέγω]], Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 30· σκολιῶς ὀν. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 256. - Μέσ., γάμον ὀνοταζόμεναι, βδελυττόμεναι, ἀποστρεφόμεναι, Αἰσχύλ. Ἱκ. 11.
|lstext='''ὀνοτάζω''': ὡς τὸ [[ὄνομαι]], [[μέμφομαι]], [[ψέγω]], Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 30· σκολιῶς ὀν. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 256. - Μέσ., γάμον ὀνοταζόμεναι, βδελυττόμεναι, ἀποστρεφόμεναι, Αἰσχύλ. Ἱκ. 11.
}}
{{bailly
|btext=injurier, traiter avec mépris;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὀνοτάζομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ὄνομαι]].
}}
}}