3,277,073
edits
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀνοτάζω''': ὡς τὸ [[ὄνομαι]], [[μέμφομαι]], [[ψέγω]], Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 30· σκολιῶς ὀν. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 256. - Μέσ., γάμον ὀνοταζόμεναι, βδελυττόμεναι, ἀποστρεφόμεναι, Αἰσχύλ. Ἱκ. 11. | |lstext='''ὀνοτάζω''': ὡς τὸ [[ὄνομαι]], [[μέμφομαι]], [[ψέγω]], Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 30· σκολιῶς ὀν. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 256. - Μέσ., γάμον ὀνοταζόμεναι, βδελυττόμεναι, ἀποστρεφόμεναι, Αἰσχύλ. Ἱκ. 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=injurier, traiter avec mépris;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὀνοτάζομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ὄνομαι]]. | |||
}} | }} |