Anonymous

ὅπου: Difference between revisions

From LSJ
969 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_4
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὅπου''': Ἰων. ὅκου, ἀναφορ. ἐπίρρ. τόπου (πρβλ. ὅθι, [[ὁπόθι]]), [[κυρίως]] γενικ. ἀχρήστου ἀντων., ἐξ ἧς παράγονται καὶ τὰ ὅπη, [[ὅποι]], κτλ.· συσχετικὸν τοῦ ποῦ, καὶ ἐν χρήσει σχεδὸν ὡς τὸ οὗ. Ι. ὡς ἀναφορ., παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· - [[ἐνίοτε]] [[μετὰ]] γεν. τόπου, [[ὅπου]] φῆς, Λατ. ubi terrarum, Πλάτ. Πολ. 403Ε· τῆς πόλεως [[ὅπου]] κάλλιστον στρατοπεδεύσασθαι [[αὐτόθι]] 415D, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 172· [[ὅπου]] βούλοιτο τοῦ δρόμου Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 27· - ἔσθ’ [[ὅπου]], [[ἐνιαχοῦ]], εἴς τινα μέρη, Λατ. est ubi, ὃ ἔστιν alicubi, Αἰσχύλ. Εὐμ. 517, Ἀποσπ. 287· οὐκ ἔστιν [[ὅπου]]· [[οὐδαμοῦ]], Δημ. 38. 19· [[οὕτως]], ἔστιν [[ὅπου]] ..., ἐν ἐρωτήσει, ὁ αὐτ. 232. 21, ἴδε κατωτ. 11. 2· - ἀντικαθιστᾷ τὴν ἀναφορικὴν ἀντωνυμίαν, [[μέλη]], [[ὅπου]] (δηλ. ἐν οἷς) χελιδὼν ἦν τις ἐμπεποιημένη Ἀριστοφ. Ὄρν. 1301· μετ’ ἄλλων μορίων, ὅκου δή, κἄπου, Λατ. nescio ubi, Ἡρόδ. 3. 129· [[ὅπου]] ἂν ἢ ὅπουπερ ἄν, ὁπουδήποτε, μεθ’ ὑποτακτ., Τραγ.· παρ’ οἷς καὶ παραλείπεται τὸ ἄν, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 141, ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] [[οὕτως]] ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ· [[μετὰ]] γεν., [[ὅπου]] ἂν τύχῃ τῶν λεγομένων Πλάτ. Πρωτ. 342Ε· - ὁπουοῦν, Λατ. ubicunque, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 403C· [[οὕτως]], ὅπουπερ Ξεν. Κύρ. 3. 3, 5· [[ὅπου]] ποτὲ Σοφ. Ο. Κ. 12. 2) ἐπὶ πλαγίας ἐρωτήσεως, [[ὄφρα]] πύθηαι πατρὸς, [[ὅπου]] [[κύθε]] [[γαῖα]] Ὀδ. Γ. 16, πρβλ. Π. 306, Σοφ. Ο. Τ. 924, κτλ· - [[μετὰ]] ῥημάτων κινήσεως βραχυλογικῶς, ἀκριβῶς ὡς ἀντιστρόφως κεῖται τὸ [[ὅποι]], [[μετὰ]] ῥημάτων στάσεως, ὅκου ἐτράπετο, [[οὐκέτι]] εἶχον εἶπαι Ἡρόδ. 2. 119· [[κεῖνος]] δ’ [[ὅπου]] βέβηκεν, οὐδεὶς οἶδε Σοφ. Τρ. 40, πρβλ. Αἴ. 1237, ἀλλ’ ἐν Ξεν. Κύρ. 3. 1, 37, Ἀπομν. 1. 6, 6, κτλ., οἱ ἐκδόται ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ἀποκατέστησαν τὸ [[ὅποι]], τὸ πλεῖστον ἐξ Ἀντιγράφων: - ἐπὶ ἐπαναλήψεως τῆς αὐτῆς ἐρωτήσεως, ἡ [[Λακεδαίμων]] ποῦ ’στιν; Ἀπόκρ. [[ὅπου]] ’στιν· (ἐρωτᾷς) ποῦ [[εἶναι]]; Ἀριστοφ. Νεφ. 214· - [[μετὰ]] γεν., εἰδότες ὅκου γῆς εἴη Ἡρόδ. 4. 150. ΙΙ. Ἐκ τῆς αὐστηρῶς τοπικῆς σημασίας ἡ [[λέξις]] μεταβαίνει [[ἐνίοτε]], <br />1) εἰς σημασίαν ἐμφαίνουσαν χρόνον ἢ περίστασιν, ὡς τὸ Λατ. ubi, [[ὅπου]] τιν’ ἴδῃ Θέογν. 922, πρβλ. 999· σιγᾶν θ’ [[ὅπου]] δεῖ καὶ λέγειν Αἰσχύλ. Χο. 582, πρβλ. Εὐμ. 277, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 6. 2) τρόπον, οὐκ ἔσθ’ [[ὅπου]], δὲν ὑπάρχει [[τρόπος]] καθ’ ὅν..., ἀδύνατον [[εἶναι]] νά..., Σοφ. Ο. Τ. 448, Αἴ. 1069, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 186. 3) αἰτίαν, ἀφοῦ, ἐπειδή, Λατ. quando, quoniam, Ἡρόδ. 1. 68, 4. 195, Ἀντιφῶν 112. 17· [[ὅπου]] γὰρ ἐγὼ ... ὁμολογῶ Δημ. 580. 17· [[οὕτως]], ὅκου γε, Λατ. quandoquidem ἢ quippe, Ἡρόδ. 7. 118· ὅπουγε Ξεν. Κύρ. 2. 3, 11, κτλ.· [[ὅπου]] γε μὴ … Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 7, 3. Β. Παρὰ μεταγεν. ὡς δεικτικὸν ἐπίρρ., μόνον ἐν τῇ φράσει, [[ὅπου]] μὲν ..., [[ὅπου]] δὲν ..., [[ἐνταῦθα]] μέν.., [[ἐκεῖ]] δέ..., Πλούτ. 2. 427C, κτλ.
|lstext='''ὅπου''': Ἰων. ὅκου, ἀναφορ. ἐπίρρ. τόπου (πρβλ. ὅθι, [[ὁπόθι]]), [[κυρίως]] γενικ. ἀχρήστου ἀντων., ἐξ ἧς παράγονται καὶ τὰ ὅπη, [[ὅποι]], κτλ.· συσχετικὸν τοῦ ποῦ, καὶ ἐν χρήσει σχεδὸν ὡς τὸ οὗ. Ι. ὡς ἀναφορ., παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· - [[ἐνίοτε]] [[μετὰ]] γεν. τόπου, [[ὅπου]] φῆς, Λατ. ubi terrarum, Πλάτ. Πολ. 403Ε· τῆς πόλεως [[ὅπου]] κάλλιστον στρατοπεδεύσασθαι [[αὐτόθι]] 415D, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 172· [[ὅπου]] βούλοιτο τοῦ δρόμου Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 27· - ἔσθ’ [[ὅπου]], [[ἐνιαχοῦ]], εἴς τινα μέρη, Λατ. est ubi, ὃ ἔστιν alicubi, Αἰσχύλ. Εὐμ. 517, Ἀποσπ. 287· οὐκ ἔστιν [[ὅπου]]· [[οὐδαμοῦ]], Δημ. 38. 19· [[οὕτως]], ἔστιν [[ὅπου]] ..., ἐν ἐρωτήσει, ὁ αὐτ. 232. 21, ἴδε κατωτ. 11. 2· - ἀντικαθιστᾷ τὴν ἀναφορικὴν ἀντωνυμίαν, [[μέλη]], [[ὅπου]] (δηλ. ἐν οἷς) χελιδὼν ἦν τις ἐμπεποιημένη Ἀριστοφ. Ὄρν. 1301· μετ’ ἄλλων μορίων, ὅκου δή, κἄπου, Λατ. nescio ubi, Ἡρόδ. 3. 129· [[ὅπου]] ἂν ἢ ὅπουπερ ἄν, ὁπουδήποτε, μεθ’ ὑποτακτ., Τραγ.· παρ’ οἷς καὶ παραλείπεται τὸ ἄν, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 141, ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] [[οὕτως]] ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ· [[μετὰ]] γεν., [[ὅπου]] ἂν τύχῃ τῶν λεγομένων Πλάτ. Πρωτ. 342Ε· - ὁπουοῦν, Λατ. ubicunque, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 403C· [[οὕτως]], ὅπουπερ Ξεν. Κύρ. 3. 3, 5· [[ὅπου]] ποτὲ Σοφ. Ο. Κ. 12. 2) ἐπὶ πλαγίας ἐρωτήσεως, [[ὄφρα]] πύθηαι πατρὸς, [[ὅπου]] [[κύθε]] [[γαῖα]] Ὀδ. Γ. 16, πρβλ. Π. 306, Σοφ. Ο. Τ. 924, κτλ· - [[μετὰ]] ῥημάτων κινήσεως βραχυλογικῶς, ἀκριβῶς ὡς ἀντιστρόφως κεῖται τὸ [[ὅποι]], [[μετὰ]] ῥημάτων στάσεως, ὅκου ἐτράπετο, [[οὐκέτι]] εἶχον εἶπαι Ἡρόδ. 2. 119· [[κεῖνος]] δ’ [[ὅπου]] βέβηκεν, οὐδεὶς οἶδε Σοφ. Τρ. 40, πρβλ. Αἴ. 1237, ἀλλ’ ἐν Ξεν. Κύρ. 3. 1, 37, Ἀπομν. 1. 6, 6, κτλ., οἱ ἐκδόται ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ἀποκατέστησαν τὸ [[ὅποι]], τὸ πλεῖστον ἐξ Ἀντιγράφων: - ἐπὶ ἐπαναλήψεως τῆς αὐτῆς ἐρωτήσεως, ἡ [[Λακεδαίμων]] ποῦ ’στιν; Ἀπόκρ. [[ὅπου]] ’στιν· (ἐρωτᾷς) ποῦ [[εἶναι]]; Ἀριστοφ. Νεφ. 214· - [[μετὰ]] γεν., εἰδότες ὅκου γῆς εἴη Ἡρόδ. 4. 150. ΙΙ. Ἐκ τῆς αὐστηρῶς τοπικῆς σημασίας ἡ [[λέξις]] μεταβαίνει [[ἐνίοτε]], <br />1) εἰς σημασίαν ἐμφαίνουσαν χρόνον ἢ περίστασιν, ὡς τὸ Λατ. ubi, [[ὅπου]] τιν’ ἴδῃ Θέογν. 922, πρβλ. 999· σιγᾶν θ’ [[ὅπου]] δεῖ καὶ λέγειν Αἰσχύλ. Χο. 582, πρβλ. Εὐμ. 277, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 6. 2) τρόπον, οὐκ ἔσθ’ [[ὅπου]], δὲν ὑπάρχει [[τρόπος]] καθ’ ὅν..., ἀδύνατον [[εἶναι]] νά..., Σοφ. Ο. Τ. 448, Αἴ. 1069, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 186. 3) αἰτίαν, ἀφοῦ, ἐπειδή, Λατ. quando, quoniam, Ἡρόδ. 1. 68, 4. 195, Ἀντιφῶν 112. 17· [[ὅπου]] γὰρ ἐγὼ ... ὁμολογῶ Δημ. 580. 17· [[οὕτως]], ὅκου γε, Λατ. quandoquidem ἢ quippe, Ἡρόδ. 7. 118· ὅπουγε Ξεν. Κύρ. 2. 3, 11, κτλ.· [[ὅπου]] γε μὴ … Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 7, 3. Β. Παρὰ μεταγεν. ὡς δεικτικὸν ἐπίρρ., μόνον ἐν τῇ φράσει, [[ὅπου]] μὲν ..., [[ὅπου]] δὲν ..., [[ἐνταῦθα]] μέν.., [[ἐκεῖ]] δέ..., Πλούτ. 2. 427C, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv. relat.</i><br /><b>1</b> <i>avec idée de lieu</i> où, en quel lieu ; avec un gén. : [[ὅπου]] γῆς PLAT en quel lieu de la terre ; τῆς πόλεως [[ὅπου]] PLAT, τῆς πόλιος [[ὅκου]] HDT dans le lieu de la ville où ; [[ὅκου]] [[δή]] HDT, [[ὅπου]] περ XÉN en un lieu qcque, n’importe où ; <i>fig.</i> où, à quel point ; <i>qqf avec mouv., c.</i> [[ὅποι]];<br /><b>2</b> <i>avec idée de temps</i> quand, lorsque (<i>cf. lat.</i> ubi) : σιγᾶν [[ὅπου]] [[δεῖ]] ESCHL se taire quand il le faut ; ἔσθ’ [[ὅπου]] ESCHL il y a des cas où, dans beaucoup de cas, souvent ; [[οὐκ]] ἔσθ’ [[ὅπου]] SOPH en aucun cas, jamais ; [[ὅπου]] [[μέν]], [[ὅπου]] [[δέ]] PLUT en certains cas, en d’autres, <i>etc.</i><br /><b>3</b> <i>avec idée de cause</i> en tant que, puisque, comme.<br />'''Étymologie:''' [[ὅς]], [[ποῦ]].
}}
}}