Anonymous

ὁμίλημα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμίλημα''': [ῑ], τό, [[συναναστροφή]], [[σχέσις]], ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁμ. Πλάτ. Νόμ. 730Β. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, κακὸν ὁμ., κακὴ [[συντροφία]], Εὐρ. Ἀποσπ. 218.
|lstext='''ὁμίλημα''': [ῑ], τό, [[συναναστροφή]], [[σχέσις]], ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁμ. Πλάτ. Νόμ. 730Β. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, κακὸν ὁμ., κακὴ [[συντροφία]], Εὐρ. Ἀποσπ. 218.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> sujet d’entretien, de conversation;<br /><b>2</b> société, compagnie.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμιλέω]].
}}
}}