Anonymous

ὀξύπρῳρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀξύπρῳρος''': -ον, ὁ ἔχων ὀξεῖαν πρῷραν, δηλ. εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσαν ἄκραν, αἰχμαὶ Αἰσχύλ. Πρ. 424· [[ῥάχις]] Ὁππ. Ἁλ. 3. 333.
|lstext='''ὀξύπρῳρος''': -ον, ὁ ἔχων ὀξεῖαν πρῷραν, δηλ. εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσαν ἄκραν, αἰχμαὶ Αἰσχύλ. Πρ. 424· [[ῥάχις]] Ὁππ. Ἁλ. 3. 333.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui s’avance <i>ou</i> se termine en pointe, aigu.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[πρῷρα]].
}}
}}