Anonymous

ὁμόπτερος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμόπτερος''': -ον, ὁ παρομοίως ἐπτερωμένος, ὁ ἔχων ὅμοια πτερά, κέρκων τῶν ὁμοπτέρων Αἰσχύλ. Ἱκ. 224, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 256Ε· ὁμόπτεροι ἐμοί, πτηνὰ ἔχοντα πτερὰ ὅμοια πρὸς τὰ ἐμά, σύντροφα ἐμοὶ πτηνά, Ἀριστοφ. Ὄρν. 229· καὶ ἀκολούθως, [[ὁμῆλιξ]], Στράττις ἐν Ἀδήλ. 17. 2) μεταφορ., ὁ [[σφόδρα]] [[ὅμοιος]], βόστρυχος ὁμ. Αἰσχύλ. Χο. 174, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 530 νᾶες ὁμ., αἱ ἔχουσαι ὁμοίας κώπας ἢ ἱστία (ἤ, κατ’ ἄλλους, ἐξ ἴσου ταχεῖαι), Αἰσχύλ. Πέρσ. 559, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Paley· [[ἀπήνη]] ἐμ., δηλ. οἱ δύο ἀδελφοὶ Ἐτεοκλῆς καὶ Πολυνείκης, Εὐρ. Φοίν. 329. - Περὶ τῆς λέξεως ταύτης ὁ [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 156 λέγει: «ὁμοπτέρους δὲ τοὺς ὁμοτρίχους εἰπόντος Εὐριπίδου, Στράττις τοὺς ὁμήλικας εἴρηκεν ὁμοπτέρους», κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «ὁμόπτεροι· ὅμοιοι. ὁμότριχοι. ὁμόχρονοι, ἀδελφοὶ ἥλικες, [[ὁμοῦ]] ηὐξημένοι».
|lstext='''ὁμόπτερος''': -ον, ὁ παρομοίως ἐπτερωμένος, ὁ ἔχων ὅμοια πτερά, κέρκων τῶν ὁμοπτέρων Αἰσχύλ. Ἱκ. 224, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 256Ε· ὁμόπτεροι ἐμοί, πτηνὰ ἔχοντα πτερὰ ὅμοια πρὸς τὰ ἐμά, σύντροφα ἐμοὶ πτηνά, Ἀριστοφ. Ὄρν. 229· καὶ ἀκολούθως, [[ὁμῆλιξ]], Στράττις ἐν Ἀδήλ. 17. 2) μεταφορ., ὁ [[σφόδρα]] [[ὅμοιος]], βόστρυχος ὁμ. Αἰσχύλ. Χο. 174, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 530 νᾶες ὁμ., αἱ ἔχουσαι ὁμοίας κώπας ἢ ἱστία (ἤ, κατ’ ἄλλους, ἐξ ἴσου ταχεῖαι), Αἰσχύλ. Πέρσ. 559, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Paley· [[ἀπήνη]] ἐμ., δηλ. οἱ δύο ἀδελφοὶ Ἐτεοκλῆς καὶ Πολυνείκης, Εὐρ. Φοίν. 329. - Περὶ τῆς λέξεως ταύτης ὁ [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 156 λέγει: «ὁμοπτέρους δὲ τοὺς ὁμοτρίχους εἰπόντος Εὐριπίδου, Στράττις τοὺς ὁμήλικας εἴρηκεν ὁμοπτέρους», κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «ὁμόπτεροι· ὅμοιοι. ὁμότριχοι. ὁμόχρονοι, ἀδελφοὶ ἥλικες, [[ὁμοῦ]] ηὐξημένοι».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> également ailé;<br /><b>2</b> qui a les ailes semblables ; <i>fig. en parl. de navires</i> qui vole <i>ou</i> vogue ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[πτερόν]].
}}
}}