Anonymous

ὀπτασία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπτᾰσία''': ἡ, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ὄψις]], [[ὅραμα]], [[ὀπτασία]], Ἀνθ. Π. 6. 210, Ἑβδ., Καιν. Διαθ.
|lstext='''ὀπτᾰσία''': ἡ, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ὄψις]], [[ὅραμα]], [[ὀπτασία]], Ἀνθ. Π. 6. 210, Ἑβδ., Καιν. Διαθ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />vue, spectacle.<br />'''Étymologie:''' [[ὀπτάζω]].
}}
}}