Anonymous

ὀρεστιάς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρεστιάς''': -άδος, ἡ, ([[ὄρος]]) ἡ ἀνήκουσα εἰς τὰ ὄρη, Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεστιάδες, Ἰλ. Ζ. 420, Ὁμ. Ὕμν. 18. 19. ΙΙ. ὀρεστίας, ου, ὁ, [[ἄνεμος]] τῶν ὀρέων, Καλλ. Ἀποσπάσ. 35, [[ἔνθα]] ἴδε Blomf.
|lstext='''ὀρεστιάς''': -άδος, ἡ, ([[ὄρος]]) ἡ ἀνήκουσα εἰς τὰ ὄρη, Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεστιάδες, Ἰλ. Ζ. 420, Ὁμ. Ὕμν. 18. 19. ΙΙ. ὀρεστίας, ου, ὁ, [[ἄνεμος]] τῶν ὀρέων, Καλλ. Ἀποσπάσ. 35, [[ἔνθα]] ἴδε Blomf.
}}
{{bailly
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />de montagne, qui habite les montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]].
}}
}}