3,274,919
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρειβάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ διερχόμενος ἢ περιερχόμενος τὰ ὄρη, θὴρ Σοφ. Φιλ. 955· [[Κύκλωψ]] Εὐρ. Τρῳ. 436· - θηλ. ὀρειβάτις. -ιδος, Θεόδ. Πρόδρ.· - ἴδε [[οὐριβάτας]], [[ὀρειοβάτης]]. | |lstext='''ὀρειβάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ διερχόμενος ἢ περιερχόμενος τὰ ὄρη, θὴρ Σοφ. Φιλ. 955· [[Κύκλωψ]] Εὐρ. Τρῳ. 436· - θηλ. ὀρειβάτις. -ιδος, Θεόδ. Πρόδρ.· - ἴδε [[οὐριβάτας]], [[ὀρειοβάτης]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />celui qui marche à travers les montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]], [[βαίνω]]. | |||
}} | }} |