Anonymous

ὀρειβάτης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρειβάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ διερχόμενος ἢ περιερχόμενος τὰ ὄρη, θὴρ Σοφ. Φιλ. 955· [[Κύκλωψ]] Εὐρ. Τρῳ. 436· - θηλ. ὀρειβάτις. -ιδος, Θεόδ. Πρόδρ.· - ἴδε [[οὐριβάτας]], [[ὀρειοβάτης]].
|lstext='''ὀρειβάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ διερχόμενος ἢ περιερχόμενος τὰ ὄρη, θὴρ Σοφ. Φιλ. 955· [[Κύκλωψ]] Εὐρ. Τρῳ. 436· - θηλ. ὀρειβάτις. -ιδος, Θεόδ. Πρόδρ.· - ἴδε [[οὐριβάτας]], [[ὀρειοβάτης]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />celui qui marche à travers les montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]], [[βαίνω]].
}}
}}