3,277,226
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρίγᾰνον''': [ῑ]. τό, [[βοτάνη]] τις πικρὰν ἢ δριμεῖαν γεῦσιν ἔχουσα, κοινῶς «ῥίγανη»· ἦσαν δὲ ταύτης πολλὰ εἴδη, Ἐπίχ. παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολ. 630, 50, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 180, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλώτιδι» 1, 4, Ἀμειψίας ἐν Ἀδήλ. 4 - [[ὡσαύτως]], ὀρίγανος, ἡ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1030, Ἀριστ. Προβλ. 20, 22, 3, κ. ἀλλ.· ὀρίγανος, ὁ, Ἴων 5, Ἀναξανδρίδης ἐν «Φαρμακομάντει» 2, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 630. 49· - [[ὀρίγανον]] βλέπειν, δριμὺ βλέπειν, ὡς τὸ [[νᾶπυ]] βλ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 603. [Οἱ ἀντιγραφεῖς [[συχνάκις]] ἔγραψαν [[ὀρείγανον]].] | |lstext='''ὀρίγᾰνον''': [ῑ]. τό, [[βοτάνη]] τις πικρὰν ἢ δριμεῖαν γεῦσιν ἔχουσα, κοινῶς «ῥίγανη»· ἦσαν δὲ ταύτης πολλὰ εἴδη, Ἐπίχ. παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολ. 630, 50, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 180, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλώτιδι» 1, 4, Ἀμειψίας ἐν Ἀδήλ. 4 - [[ὡσαύτως]], ὀρίγανος, ἡ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1030, Ἀριστ. Προβλ. 20, 22, 3, κ. ἀλλ.· ὀρίγανος, ὁ, Ἴων 5, Ἀναξανδρίδης ἐν «Φαρμακομάντει» 2, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 630. 49· - [[ὀρίγανον]] βλέπειν, δριμὺ βλέπειν, ὡς τὸ [[νᾶπυ]] βλ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 603. [Οἱ ἀντιγραφεῖς [[συχνάκις]] ἔγραψαν [[ὀρείγανον]].] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />origan (<i>plante d’un parfum pénétrant</i>) ; <i>fig.</i> [[ὀρίγανον]] βλέπειν lancer des regards pénétrants, perçants.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]], [[γάνος]]. | |||
}} | }} |