Anonymous

ὀρίγανον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρίγᾰνον''': [ῑ]. τό, [[βοτάνη]] τις πικρὰν ἢ δριμεῖαν γεῦσιν ἔχουσα, κοινῶς «ῥίγανη»· ἦσαν δὲ ταύτης πολλὰ εἴδη, Ἐπίχ. παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολ. 630, 50, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 180, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλώτιδι» 1, 4, Ἀμειψίας ἐν Ἀδήλ. 4 - [[ὡσαύτως]], ὀρίγανος, ἡ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1030, Ἀριστ. Προβλ. 20, 22, 3, κ. ἀλλ.· ὀρίγανος, ὁ, Ἴων 5, Ἀναξανδρίδης ἐν «Φαρμακομάντει» 2, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 630. 49· - [[ὀρίγανον]] βλέπειν, δριμὺ βλέπειν, ὡς τὸ [[νᾶπυ]] βλ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 603. [Οἱ ἀντιγραφεῖς [[συχνάκις]] ἔγραψαν [[ὀρείγανον]].]
|lstext='''ὀρίγᾰνον''': [ῑ]. τό, [[βοτάνη]] τις πικρὰν ἢ δριμεῖαν γεῦσιν ἔχουσα, κοινῶς «ῥίγανη»· ἦσαν δὲ ταύτης πολλὰ εἴδη, Ἐπίχ. παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολ. 630, 50, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 180, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλώτιδι» 1, 4, Ἀμειψίας ἐν Ἀδήλ. 4 - [[ὡσαύτως]], ὀρίγανος, ἡ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1030, Ἀριστ. Προβλ. 20, 22, 3, κ. ἀλλ.· ὀρίγανος, ὁ, Ἴων 5, Ἀναξανδρίδης ἐν «Φαρμακομάντει» 2, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 630. 49· - [[ὀρίγανον]] βλέπειν, δριμὺ βλέπειν, ὡς τὸ [[νᾶπυ]] βλ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 603. [Οἱ ἀντιγραφεῖς [[συχνάκις]] ἔγραψαν [[ὀρείγανον]].]
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />origan (<i>plante d’un parfum pénétrant</i>) ; <i>fig.</i> [[ὀρίγανον]] βλέπειν lancer des regards pénétrants, perçants.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]], [[γάνος]].
}}
}}