3,270,824
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρτάλῐχος''': [ᾰ], ὁ, = [[ὀρταλίς]], [[ὀρνίθιον]], Θεόκρ. 13. 12· - Βοιωτικ. ἀντὶ [[ἀλεκτρυών]], κατὰ τὸν Στράττιν ἐν «Φοινίσσαις» 3, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 871, καὶ [[αὐτόθι]] Σχόλ. 2) [[καθόλου]] [[νεοσσός]], νέον πτηνόν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 54· ὀρτ. χελιδόσι Ὀππ. Ἁλ. 5. 579· νέον, μικρὸν τὴν ἡλικίαν [[ζῷον]], Σοφ. Ἀποσπ. 962. | |lstext='''ὀρτάλῐχος''': [ᾰ], ὁ, = [[ὀρταλίς]], [[ὀρνίθιον]], Θεόκρ. 13. 12· - Βοιωτικ. ἀντὶ [[ἀλεκτρυών]], κατὰ τὸν Στράττιν ἐν «Φοινίσσαις» 3, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 871, καὶ [[αὐτόθι]] Σχόλ. 2) [[καθόλου]] [[νεοσσός]], νέον πτηνόν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 54· ὀρτ. χελιδόσι Ὀππ. Ἁλ. 5. 579· νέον, μικρὸν τὴν ἡλικίαν [[ζῷον]], Σοφ. Ἀποσπ. 962. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />jeune oiseau, poussin.<br />'''Étymologie:''' DELG pê ὄρνυμαι « qui tente de se soulever, de voler ». | |||
}} | }} |