Anonymous

ὀρτάλιχος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρτάλῐχος''': [ᾰ], ὁ, = [[ὀρταλίς]], [[ὀρνίθιον]], Θεόκρ. 13. 12· - Βοιωτικ. ἀντὶ [[ἀλεκτρυών]], κατὰ τὸν Στράττιν ἐν «Φοινίσσαις» 3, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 871, καὶ [[αὐτόθι]] Σχόλ. 2) [[καθόλου]] [[νεοσσός]], νέον πτηνόν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 54· ὀρτ. χελιδόσι Ὀππ. Ἁλ. 5. 579· νέον, μικρὸν τὴν ἡλικίαν [[ζῷον]], Σοφ. Ἀποσπ. 962.
|lstext='''ὀρτάλῐχος''': [ᾰ], ὁ, = [[ὀρταλίς]], [[ὀρνίθιον]], Θεόκρ. 13. 12· - Βοιωτικ. ἀντὶ [[ἀλεκτρυών]], κατὰ τὸν Στράττιν ἐν «Φοινίσσαις» 3, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 871, καὶ [[αὐτόθι]] Σχόλ. 2) [[καθόλου]] [[νεοσσός]], νέον πτηνόν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 54· ὀρτ. χελιδόσι Ὀππ. Ἁλ. 5. 579· νέον, μικρὸν τὴν ἡλικίαν [[ζῷον]], Σοφ. Ἀποσπ. 962.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />jeune oiseau, poussin.<br />'''Étymologie:''' DELG pê ὄρνυμαι « qui tente de se soulever, de voler ».
}}
}}