3,273,735
edits
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀσμάομαι''': ἀρχαιότερος [[τύπος]] ὀδμ- (ἴδε [[ὀσμή]]), ἀποθ., [[ὀσφραίνομαι]], ἀντιλαμβάνομαι τῆς ὀσμῆς πράγματός τινος, [[μετὰ]] γεν., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 12, κτλ· τι Γαλην.· ἀπολ., [[ὀσφραίνομαι]], ἔχω τὴν αἴσθησιν τῆς ὀσφρήσεως, Δημόκρ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 139 (ἐν τῷ τύπῳ ὀδμ), Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 7., 2. 12, 7. ΙΙ. μεταφ., ἀντιλαμβάνομαι, ἐννοῶ, παρατηρῶ, [[μετὰ]] γεν., Σοφ. Ἀποσπ. 186· ἀπολ., Ἀνθ. Π. 11. 240. ― Ἐνεργ. ὀσμάω Γαλην. 4. 487. | |lstext='''ὀσμάομαι''': ἀρχαιότερος [[τύπος]] ὀδμ- (ἴδε [[ὀσμή]]), ἀποθ., [[ὀσφραίνομαι]], ἀντιλαμβάνομαι τῆς ὀσμῆς πράγματός τινος, [[μετὰ]] γεν., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 12, κτλ· τι Γαλην.· ἀπολ., [[ὀσφραίνομαι]], ἔχω τὴν αἴσθησιν τῆς ὀσφρήσεως, Δημόκρ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 139 (ἐν τῷ τύπῳ ὀδμ), Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 7., 2. 12, 7. ΙΙ. μεταφ., ἀντιλαμβάνομαι, ἐννοῶ, παρατηρῶ, [[μετὰ]] γεν., Σοφ. Ἀποσπ. 186· ἀπολ., Ἀνθ. Π. 11. 240. ― Ἐνεργ. ὀσμάω Γαλην. 4. 487. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br />sentir, flairer, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὀσμή]]. | |||
}} | }} |