3,277,180
edits
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁρκάνη''': ἡ, = [[ἑρκάνη]], [[ἕρκος]] (ἐκ τοῦ [[ἔργω]], [[εἴργω]]) ἀκανθῶδες [[περίφραγμα]], φραγμὸς καὶ [[αἱμασιά]], ὁρκ. [[πυργῶτις]] Αἰσχύλ. Θήβ. 346˙ θηρευτικὸν [[δίκτυον]] ἢ [[σαργάνη]], Εὐρ. Βάκχ. 611, ἐν τῷ πληθ. Πρβλ. Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 61, Ἐτυμολ. Μέγ. 632. 25. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὁρκάνη]]˙ [[εἱρκτή]], [[δεσμωτήριον]]. [[ἔνιοι]] κρεμάστραν. ἄλλοι σαργάνην. οἱ δὲ φραγμόν». | |lstext='''ὁρκάνη''': ἡ, = [[ἑρκάνη]], [[ἕρκος]] (ἐκ τοῦ [[ἔργω]], [[εἴργω]]) ἀκανθῶδες [[περίφραγμα]], φραγμὸς καὶ [[αἱμασιά]], ὁρκ. [[πυργῶτις]] Αἰσχύλ. Θήβ. 346˙ θηρευτικὸν [[δίκτυον]] ἢ [[σαργάνη]], Εὐρ. Βάκχ. 611, ἐν τῷ πληθ. Πρβλ. Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 61, Ἐτυμολ. Μέγ. 632. 25. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὁρκάνη]]˙ [[εἱρκτή]], [[δεσμωτήριον]]. [[ἔνιοι]] κρεμάστραν. ἄλλοι σαργάνην. οἱ δὲ φραγμόν». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />enceinte, clôture, prison.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἕρκος]]. | |||
}} | }} |