3,277,055
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρνίθιον''': [νῑ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[ὄρνις]], μικρὸν πτηνόν, Ἡρόδ. 2. 77, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 15, κ. ἀλλ.· [[μάλιστα]] «ὀρνιθόπουλον», Κρατῖνος ἐν «Νεμέσει» 3· τὰ χειρίδια τέθνηκε καὶ τὰ μίκρ’ ὀρν. Στράττις ἐν «Ψυχασταῖς» 2. | |lstext='''ὀρνίθιον''': [νῑ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[ὄρνις]], μικρὸν πτηνόν, Ἡρόδ. 2. 77, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 15, κ. ἀλλ.· [[μάλιστα]] «ὀρνιθόπουλον», Κρατῖνος ἐν «Νεμέσει» 3· τὰ χειρίδια τέθνηκε καὶ τὰ μίκρ’ ὀρν. Στράττις ἐν «Ψυχασταῖς» 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />petit oiseau.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνις]]. | |||
}} | }} |