3,277,020
edits
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄσχη''': ἡ, ὁ τοὺς ὄρχεις περιέχων [[θύλακος]], Λατ. scrotum, Ἱππ. 483. 15., 486. 13, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1. 12., 9. 50, 6, π. Ζ. Γεν. 1. 12, 2, Προβλ. 27. 11, εὑρίσκομεν τὸν τύπον [[ὀσχέα]]· ἐὰν τὸ [[ὄσχη]] προέκυψε κατὰ συναίρεσιν ἐκ τοῦ [[ὀσχέα]], [[δέον]] νὰ γράφηται ὀσχῆ: -[[ἕτερος]] [[τύπος]] ὄσχεος, ὁ, εὕρηται παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 4 (ἀλλὰ [[μετὰ]] διαφ. γραφ. [[ὀσχέα]]), φέρεται δὲ καὶ ὀσχεὸς παρὰ [[Πολυδ]]. Β΄, 172, καὶ Ἡσύχ.· - [[ὡσαύτως]] ὄσχεον, τό, [[Πολυδ]]. Δ΄, 203, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[ὄσχος]], Νικ. Ἀλεξιφ. 108, Ἀθήν. 495F. | |lstext='''ὄσχη''': ἡ, ὁ τοὺς ὄρχεις περιέχων [[θύλακος]], Λατ. scrotum, Ἱππ. 483. 15., 486. 13, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1. 12., 9. 50, 6, π. Ζ. Γεν. 1. 12, 2, Προβλ. 27. 11, εὑρίσκομεν τὸν τύπον [[ὀσχέα]]· ἐὰν τὸ [[ὄσχη]] προέκυψε κατὰ συναίρεσιν ἐκ τοῦ [[ὀσχέα]], [[δέον]] νὰ γράφηται ὀσχῆ: -[[ἕτερος]] [[τύπος]] ὄσχεος, ὁ, εὕρηται παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 4 (ἀλλὰ [[μετὰ]] διαφ. γραφ. [[ὀσχέα]]), φέρεται δὲ καὶ ὀσχεὸς παρὰ [[Πολυδ]]. Β΄, 172, καὶ Ἡσύχ.· - [[ὡσαύτως]] ὄσχεον, τό, [[Πολυδ]]. Δ΄, 203, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[ὄσχος]], Νικ. Ἀλεξιφ. 108, Ἀθήν. 495F. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />branche de vigne avec ses grappes.<br />'''Étymologie:''' DELG ὁ-, [[σχεῖν]]. | |||
}} | }} |