Anonymous

ὀρτυγοκόπος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρτῠγοκόπος''': -ον, ὁ παίζων τὴν ὀρτυγοκοπίαν, ὁ κτυπῶν τῷ δακτύλῳ τὸν ὄρτυγα, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Περιαλγεῖ» 4, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1297· - ἡ [[παιδιά]], ἡ καλουμένη, ὀρτυγοκοπία, περιγράφεται ὑπὸ τοῦ [[Πολυδ]]. Θ΄, 107· ῥῆμ. ὀρτυγοκοπέω, κτυπῶ τὸν ὄρτυγα τῷ δακτύλῳ καὶ [[ἐρεθίζω]] αὐτόν, [[αὐτόθι]], Πλούτ. 2. 34D· ὀρτυγοκοπικός, ή, όν, [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ ὀρτυγοκοπεῖν, [[Πολυδ]]. ἔνθ’ ἀνωτ. Πρβλ. [[στυφοκόπος]], καὶ ἴδε Φώτιον ἐν λέξ. [[ὀρτυγοκόπος]] καὶ ὀρτυγοκοπεῖν, ἐν αἷς περιγράφεται λεπτομερῶς ἡ [[παιδιά]].
|lstext='''ὀρτῠγοκόπος''': -ον, ὁ παίζων τὴν ὀρτυγοκοπίαν, ὁ κτυπῶν τῷ δακτύλῳ τὸν ὄρτυγα, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Περιαλγεῖ» 4, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1297· - ἡ [[παιδιά]], ἡ καλουμένη, ὀρτυγοκοπία, περιγράφεται ὑπὸ τοῦ [[Πολυδ]]. Θ΄, 107· ῥῆμ. ὀρτυγοκοπέω, κτυπῶ τὸν ὄρτυγα τῷ δακτύλῳ καὶ [[ἐρεθίζω]] αὐτόν, [[αὐτόθι]], Πλούτ. 2. 34D· ὀρτυγοκοπικός, ή, όν, [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ ὀρτυγοκοπεῖν, [[Πολυδ]]. ἔνθ’ ἀνωτ. Πρβλ. [[στυφοκόπος]], καὶ ἴδε Φώτιον ἐν λέξ. [[ὀρτυγοκόπος]] καὶ ὀρτυγοκοπεῖν, ἐν αἷς περιγράφεται λεπτομερῶς ἡ [[παιδιά]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui s’amuse à battre des cailles ; jeune désœuvré.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρτυξ]], [[κόπτω]].
}}
}}