3,276,932
edits
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄρμενος''': ἢ ὅρμενος, ὁ, [[βλαστός]], ἢ [[καυλός]], Ἀθήν. 62F. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὄρμενος]]· οἱ μὲν τῆς κράμβης τὸ ἐντὸς [[κύημα]]. οἱ δὲ τὸν ἄγριον ἀσπάραγον. ἄλλοι πᾶν τὸ ἐκκεκαυλημένον»· ― πληθ. ὄρμενοι, [[Πολυδ]]. Ϛϳ. 61· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ὄρμενα, Ποσείδιππος ἐν «Συντρόφοις» 2, πρβλ. Α. Β. 38, Ἐτυμολ. Μέγ. 161. 3. (Πρβλ. [[ὄρμενος]], μετοχ. μέσ. ἀορ. τοῦ [[ὄρνυμι]].) | |lstext='''ὄρμενος''': ἢ ὅρμενος, ὁ, [[βλαστός]], ἢ [[καυλός]], Ἀθήν. 62F. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὄρμενος]]· οἱ μὲν τῆς κράμβης τὸ ἐντὸς [[κύημα]]. οἱ δὲ τὸν ἄγριον ἀσπάραγον. ἄλλοι πᾶν τὸ ἐκκεκαυλημένον»· ― πληθ. ὄρμενοι, [[Πολυδ]]. Ϛϳ. 61· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ὄρμενα, Ποσείδιππος ἐν «Συντρόφοις» 2, πρβλ. Α. Β. 38, Ἐτυμολ. Μέγ. 161. 3. (Πρβλ. [[ὄρμενος]], μετοχ. μέσ. ἀορ. τοῦ [[ὄρνυμι]].) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>part. ao. Moy. sync. de</i> [[ὄρνυμι]]. | |||
}} | }} |