Anonymous

ὀχθέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀχθέω''': μέλλ. -ήσω Κόϊντ. Σμ. 3. 451· Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἀόρ.· - δεινοπαθῶ, ὑπερλυποῦμαι, [[ἄχθομαι]], [[προσέτι]] κατὰ τὸν Σχολ. ἀναστενάζω, καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «ὀχθεῖ· στένει, στενάζει», ὤχθησαν Ἰλ. Α. 570., Ο. 101· ἀλλ’ ἀλλαχοῦ μόνον κατὰ μετοχ., μέγ’ ὀχθήσας προσέφη Α. 517, Ὀδ. Δ. 30, κλ.· ὀχθήσας δ’ ἄρα εἶπε Ἰλ. Λ. 403, Ὀδ. Ε. 298, κλ.· ὀχθήσας προσεφώνεε Ὀδ. Ψ. 182. - Παρὰ μεταγεν. ὑπάρχει ὁ ἐνεστὼς ἐν συνθέσει, [[προσοχθέω]]. (Ὁ Buttm. ἐθεώρει αὐτὸ ὡς ἰσοδύναμον τῷ [[ἄχθομαι]], ἂν καὶ μόνον ἐν μεταφορ., σημασ.· τὸ δὲ ο ἐτέθη ἀντὶ τοῦ α ὡς ἐν τοῖς [[ὄγμος]] ἄγω, βολὴ βάλλω, κτλ., πρβλ. Ο ο. ΙΙ. 1· ὁ Κούρτ. ἀναφέρει αὐτὸ εἰς τὴν √ΕΧ, [[ὀχέω]], ὡς τὸ Λατιν. vehe-mens εἰς τὴν √VEH, veho, πρβλ. vexo).
|lstext='''ὀχθέω''': μέλλ. -ήσω Κόϊντ. Σμ. 3. 451· Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἀόρ.· - δεινοπαθῶ, ὑπερλυποῦμαι, [[ἄχθομαι]], [[προσέτι]] κατὰ τὸν Σχολ. ἀναστενάζω, καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «ὀχθεῖ· στένει, στενάζει», ὤχθησαν Ἰλ. Α. 570., Ο. 101· ἀλλ’ ἀλλαχοῦ μόνον κατὰ μετοχ., μέγ’ ὀχθήσας προσέφη Α. 517, Ὀδ. Δ. 30, κλ.· ὀχθήσας δ’ ἄρα εἶπε Ἰλ. Λ. 403, Ὀδ. Ε. 298, κλ.· ὀχθήσας προσεφώνεε Ὀδ. Ψ. 182. - Παρὰ μεταγεν. ὑπάρχει ὁ ἐνεστὼς ἐν συνθέσει, [[προσοχθέω]]. (Ὁ Buttm. ἐθεώρει αὐτὸ ὡς ἰσοδύναμον τῷ [[ἄχθομαι]], ἂν καὶ μόνον ἐν μεταφορ., σημασ.· τὸ δὲ ο ἐτέθη ἀντὶ τοῦ α ὡς ἐν τοῖς [[ὄγμος]] ἄγω, βολὴ βάλλω, κτλ., πρβλ. Ο ο. ΙΙ. 1· ὁ Κούρτ. ἀναφέρει αὐτὸ εἰς τὴν √ΕΧ, [[ὀχέω]], ὡς τὸ Λατιν. vehe-mens εἰς τὴν √VEH, veho, πρβλ. vexo).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ὀχθήσω, <i>pf. inus. ; dans Hom. seul. part. ao.</i> ὀχθήσας <i>et 3ᵉ pl. ao.</i> [[ὤχθησαν]];<br />être affligé <i>ou</i> indigné.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ὀχέω]] ; cf. <i>lat.</i> vehemens, veho.
}}
}}