Anonymous

οὐλόμενος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐλόμενος''': -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ [[ὀλόμενος]], μετοχ. μέσ. ἀορ. τοῦ [[ὄλλυμι]], ἐν χρήσει ὡς ἐπίθ. [[μετὰ]] ἐνεργ. σημασ., καταστρεπτικός, [[ὀλέθριος]], [[θανατηφόρος]], ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, [[ἄλοχος]] Ὀδ. Δ. 92˙ [[μῆνις]] Ἰλ. Α. 2˙ Ἄτη Τ. 92˙ [[φάρμακον]] Ὀδ. Κ. 394˙ γαστὴρ Ο. 344˙ [[γῆρας]] Ἡσιόδ. Θ. 225, κτλ.˙ [[νοῦσος]] Πινδ. Π. 4. 521 ἔριδες, [[ὕβρις]] Θέογν. 390, 1174˙ ἐν χρήσει παρὰ Τραγικ. μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις, [[στένω]] σε τᾶς οὐλ. τύχας Αἰσχύλ. Πρ. 399˙ πρὸς ἀδελφῶν οὐλόμεν’ αἰκίσματα δισσῶν Εὐρ. Φοίν. 1529. ΙΙ. ἡ παθ. [[σημασία]] τῆς λέξ., [[δυστυχής]], [[ἀτυχής]], ἀπολωλώς, «χαμένος», Λατιν. perditus, δὲν δύναται νὰ ἀποδειχθῇ ἐκ χωρίων, [[οἷον]] τὸ ἐν Ἰλ. Ξ. 84, ἴδε Nitzsch εἰς Ὀδ. Δ. 92˙ παρὰ δὲ τῷ Εὐρ. Ι. Α. 793, Ι. Τ. 1109, διώρθωσεν ὀλλύμενος ὁ Erf., ἀλλ’ ἐν Ὀρέστῃ 1307, βεβαίως ὑπάρχει ὀλομένους ἀντὶ ὀλλυμένους˙ καὶ δάκρυ καναχὲς ὀλόμενον, θλιβερόν, παρ’ Αἰσχύλ. Χο. 152.
|lstext='''οὐλόμενος''': -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ [[ὀλόμενος]], μετοχ. μέσ. ἀορ. τοῦ [[ὄλλυμι]], ἐν χρήσει ὡς ἐπίθ. [[μετὰ]] ἐνεργ. σημασ., καταστρεπτικός, [[ὀλέθριος]], [[θανατηφόρος]], ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, [[ἄλοχος]] Ὀδ. Δ. 92˙ [[μῆνις]] Ἰλ. Α. 2˙ Ἄτη Τ. 92˙ [[φάρμακον]] Ὀδ. Κ. 394˙ γαστὴρ Ο. 344˙ [[γῆρας]] Ἡσιόδ. Θ. 225, κτλ.˙ [[νοῦσος]] Πινδ. Π. 4. 521 ἔριδες, [[ὕβρις]] Θέογν. 390, 1174˙ ἐν χρήσει παρὰ Τραγικ. μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις, [[στένω]] σε τᾶς οὐλ. τύχας Αἰσχύλ. Πρ. 399˙ πρὸς ἀδελφῶν οὐλόμεν’ αἰκίσματα δισσῶν Εὐρ. Φοίν. 1529. ΙΙ. ἡ παθ. [[σημασία]] τῆς λέξ., [[δυστυχής]], [[ἀτυχής]], ἀπολωλώς, «χαμένος», Λατιν. perditus, δὲν δύναται νὰ ἀποδειχθῇ ἐκ χωρίων, [[οἷον]] τὸ ἐν Ἰλ. Ξ. 84, ἴδε Nitzsch εἰς Ὀδ. Δ. 92˙ παρὰ δὲ τῷ Εὐρ. Ι. Α. 793, Ι. Τ. 1109, διώρθωσεν ὀλλύμενος ὁ Erf., ἀλλ’ ἐν Ὀρέστῃ 1307, βεβαίως ὑπάρχει ὀλομένους ἀντὶ ὀλλυμένους˙ καὶ δάκρυ καναχὲς ὀλόμενον, θλιβερόν, παρ’ Αἰσχύλ. Χο. 152.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> perdu, ruiné;<br /><b>2</b> pernicieux, funeste.<br />'''Étymologie:''' part. ao.2 Moy. de [[ὄλλυμι]], p. ὀλόμενος.
}}
}}