Anonymous

οὔλω: Difference between revisions

From LSJ
143 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὔλω''': ([[οὖλος]] Α) εἶμαι [[ὁλόκληρος]], [[ἀκέραιος]], ἢ [[ὑγιὴς]] (τὸ γὰρ οὔλειν ὑγιαίνειν Στράβ. 635), ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. κατὰ προστ. [[οὖλε]], χαῖρε, Λατ. salve, ὡς χαιρετισμός, ὑγίαινε, «γειά σου», οὖλέ τε καὶ μέγα χαῖρε, ὑγίαινε καὶ εὐτύχει, Ὀδ. Ω. 402, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 466. - Τύπος τις [[οὐλέω]] μνημονεύεται παρ’ Ἡσυχ. καὶ Γρηγ. Κορ.
|lstext='''οὔλω''': ([[οὖλος]] Α) εἶμαι [[ὁλόκληρος]], [[ἀκέραιος]], ἢ [[ὑγιὴς]] (τὸ γὰρ οὔλειν ὑγιαίνειν Στράβ. 635), ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. κατὰ προστ. [[οὖλε]], χαῖρε, Λατ. salve, ὡς χαιρετισμός, ὑγίαινε, «γειά σου», οὖλέ τε καὶ μέγα χαῖρε, ὑγίαινε καὶ εὐτύχει, Ὀδ. Ω. 402, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 466. - Τύπος τις [[οὐλέω]] μνημονεύεται παρ’ Ἡσυχ. καὶ Γρηγ. Κορ.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. impér.</i> [[οὖλε]];<br />salut ! portez-vous bien ! adieu !.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ὅλος]].
}}
}}